Αν η μελέτη της γεωπολιτικής επικεντρώνεται στις διαρθρωτικές δυνάμεις που διαμορφώνουν το διεθνές σύστημα, τότε οι εγχώριες εκλογές σπανίως έχουν σημασία. Οι ηγέτες τείνουν να υποκύπτουν στο περιβάλλον τους, και όχι το αντίστροφο.
Ωστόσο, τους τελευταίους μήνες του 2016 οι Ηνωμένες Πολιτείες, που εξακολουθούν να είναι η μοναδική υπερδύναμη του κόσμου, θα επιλέξουν πρόεδρο σε μια εκλογική διαδικασία που θα διαμορφώσει πέρα από το συνηθισμένο την αμερικανική εξωτερική πολιτική.
Και αυτό λόγω των τεράστιων διαφορών στις προσεγγίσεις των δύο υποψηφίων. Και οι δύο συμφωνούν πως οι ΗΠΑ πρέπει να διατηρήσουν την ηγεμονία τους, όμως διαφωνούν ως προς το πώς θα γίνει αυτό. Ο ένας υποστηρίζει πως οι ΗΠΑ θα πρέπει να παίξουν τον ρόλο που κληρονόμησαν μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, όπου η αμερικανική ισχύς ασκείται πιο αποτελεσματικά μέσω συμμαχιών, παγκόσμιων εμπορικών δεσμών και επιλεκτικών παρεμβάσεων.
Ο άλλος υποστηρίζει ότι πρέπει να υπάρξει αυτοδυναμία επί της παγκοσμιοποίησης, την ιδέα ότι οι ΗΠΑ και οι σύμμαχοί τους πρέπει να υπερασπίζονται τα δικά τους συμφέροντα, αντί να δεσμεύονται με ομπρέλες ασφαλείας και παγκόσμιες εμπορικές συμφωνίες.
Το Stratfor δεν προβλέπει το αποτέλεσμα της εκλογικής αναμέτρησης, αλλά το πώς θα μπορούσε να αλλάξει τις συμπεριφορές άλλων κρατών. Για αυτούς που έχουν συνηθίσει να ζουν υπό το «αυστηρό βλέμμα» των ΗΠΑ, ο πολιτικός περισπασμός στην Ουάσινγκτον μπορεί να δημιουργήσει ευκαιρίες.
Η Βόρεια Κορέα, για παράδειγμα, ήδη έχει επιταχύνει τις προσπάθειές της για δημιουργία πυρηνικού όπλου και συστήματος εκτόξευσης, και τους επόμενους τρεις μήνες θα έχει την ευκαιρία να προσπαθήσει να ολοκληρώσει τις τελικές φάσεις του κύκλου δοκιμών, χωρίς να διακινδυνεύσει προληπτική στρατιωτική ενέργεια. Οι περιφερειακές ανησυχίες για την ασφάλεια λόγω της Β. Κορέας θα φέρουν την Ιαπωνία, την Κίνα και τη Νότια Κορέα σε πολύ πιο ενεργό διάλογο, παρά την κλιμάκωση της έντασης λόγω της αυξανόμενης εμπλοκής της Ιαπωνίας στη διαμάχη για τη Νότια Σινική Θάλασσα.
Για άλλους, όπως η Ρωσία, οι τελευταίοι τρεις μήνες του έτους θα περάσουν ετοιμάζοντας διαπραγματεύσεις με τον επόμενο πρόεδρο των ΗΠΑ. Με απερχόμενο τον Μπαράκ Ομπάμα, οι ηγέτες στη Ρωσία αντιλαμβάνονται πως λίγες είναι οι πιθανότητες να υπάρξει κάποια συμφωνία της τελευταίας στιγμής για την Ουκρανία ή τη Συρία.
Ωστόσο, η Ρωσία έχει ακόμα πολλά να κάνει και στα δύο αυτά «μέτωπα». Στην Ουκρανία, η Ρωσία θα εργαστεί σταδιακά ώστε να αποκλιμακώσει τις συγκρούσεις στα ανατολικά, ενώ θα πιέσει τους Ευρωπαίους να χαλαρώσουν τις κυρώσεις. Η Μόσχα θα περιμένει ως αντάλλαγμα πολιτικές υποχωρήσεις από την Ουκρανία, όμως από τη στιγμή που το Κίεβο δεν πιέζεται τόσο ώστε να συνθηκολογήσει, οι διαπραγματεύσεις θα τελματώσουν και πάλι.
Στη Συρία, από την άλλη πλευρά, η Ρωσία θα βασιστεί περισσότερο στις στρατιωτικές τακτικές παρά στους διπλωματικούς ελιγμούς, προκειμένου να ενισχύσει τη διαπραγματευτική της θέση. Από την αρχή του έτους, η Ρωσία έχει προσπαθήσει να δείξει ότι μπορεί να αποτελέσει τόσο διασπαστική όσο και συνεργατική δύναμη στο πεδίο της μάχης.
Όμως, οι περιορισμοί στην επιβολή εκεχειρίας έχουν πλέον εκτεθεί και οι ΗΠΑ δεν θα είναι σε διάθεση για δημιουργικά παζαρέματα τους τελευταίους μήνες της θητείας του Ομπάμα. Οι ΗΠΑ θα προχωρήσουν με επιθέσεις κατά του Ισλαμικού Κράτους στη Μοσούλη και στη Ράκα, επικεντρώνοντας την προσοχή τους στη διαχείριση ανταγωνιζόμενων δυνάμεων στο έδαφος και στη διατήρηση τουλάχιστον ενός ελάχιστου επιπέδου συνεργασίας με τη Ρωσία για την αποτροπή «ατυχήματος» στο πεδίο μάχης της Συρίας.
Η Ρωσία, στο μεταξύ, θα επικεντρώσει τις προσπάθειές της στην ενίσχυση της επίθεσης των φιλοκυβερνητικών δυνάμεων στο Χαλέπι, προκειμένου να βελτιώσει την επιρροή της στο πεδίο της μάχης και, συνεπώς, και τη διαπραγματευτική της θέση με τον επόμενο πρόεδρο των ΗΠΑ. Καθώς οι ΗΠΑ θα ενισχύουν τους Σουνίτες αντάρτες στη Συρία και θα βάζουν σε «δεύτερη μοίρα» τον διάλογο με τη Μόσχα, θα αυξηθούν οι προοπτικές συγκρούσεων κατά το δ' τρίμηνο.
Η Τουρκία, η οποία διαθέτει πλέον στρατιώτες στο έδαφος της Συρίας, θα περιπλέξει την κατάσταση. Καθώς θα προσπαθεί να προχωρήσει πιο νότια, θα πρέπει να βασιστεί στην προστατευτική κάλυψη των ΗΠΑ προκειμένου να αποφύγει τη σύγκρουση με τη Ρωσία. Όμως, τα προβλήματα μεταξύ των ΗΠΑ και της Ρωσίας σημαίνουν λιγότερη προστασία για τους Τούρκους.
Οι εμπορικές συμφωνίες
Εν τω μεταξύ, υπάρχουν και οι ανήσυχοι σύμμαχοι των ΗΠΑ, που παρακολουθούν και περιμένουν να δουν αν μπορούν να συνεχίσουν να βασίζονται στις δεσμεύσεις των ΗΠΑ για προστασία τους από τους ισχυρότερους γείτονές τους. Με τη συμφωνία Trans-Pacific Partnership να έχει μπει «στον πάγο» και με την αξιοπιστία των ΗΠΑ να αμφισβητείται γενικότερα, οι εταίροι στη Νοτιοανατολική Ασία, όπως οι Φιλιππίνες και το Βιετνάμ, θα «στοιχηματίσουν» στη συνεργασία με το Πεκίνο σε οικονομικά ζητήματα, προκειμένου να αμβλύνουν τις εντάσεις στα ζητήματα ασφάλειας.
Η διάσταση απόψεων εντός της Ευρώπης θα μεγαλώσει καθώς διάφορες ευρωπαϊκές πολιτικές ομάδες ζητούν αλλαγές στη Συνθήκη της ΕΕ, προκειμένου να στηρίξουν τα εθνικά τους δικαιώματα.
Μικρότερες ομάδες θα ενωθούν στενότερα, ιδιαίτερα η Ομάδα του Βίσεγκραντ και οι χώρες της Βαλτικής, καθώς θα προσπαθούν να υπερασπίσουν τον εαυτόν τους έναντι της Ρωσίας και θα περιμένουν αποσαφήνιση από τις ΗΠΑ ως προς τις αμερικανικές δεσμεύσεις για την ασφάλεια. Την ίδια ώρα, οι σύμμαχοι στις χώρες του Κόλπου θα εκμεταλλευτούν τις εντάσεις μεταξύ των ΗΠΑ και της Ρωσίας, προκειμένου να ενισχύσουν τους Σουνίτες «αντιπροσώπους» τους στον περιφερειακό ανταγωνισμό τους με το Ιράν.
Όμως, οι πόλεμοι δι' αντιπροσώπων απαιτούν χρηματοδότηση. Αν και προχωρούν σταδιακά στην περικοπή των κρατικών δαπανών -όπως για παράδειγμα μειώνοντας τους μισθούς στο δημόσιο-, η Σαουδική Αραβία και οι σύμμαχοί της στον Κόλπο έχουν περάσει έναν χρόνο περιμένοντας να δουν αν θα ισορροπήσει η αγορά πετρελαίου. Καθώς πλησιάζει όμως το δ' τρίμηνο, οι Σαουδάραβες παρακολουθούν την προοπτική αύξησης παραγωγής από τη Λιβύη, το Ιράκ, τη Νιγηρία και το Καζακστάν.
Αν το Ριάντ πιστεύει πως οι τιμές θα υποχωρήσουν περαιτέρω, θα εξετάσει το ενδεχόμενο μείωσης της παραγωγής του στα επίπεδα που ήταν πριν την άνοδο του καλοκαιριού, σε μια προσπάθεια να πείσει τους άλλους να συμφωνήσουν σε ένα «πάγωμα» της παραγωγής. Όμως, ακόμα και αν τα μέλη του ΟΠΕΚ καταλήξουν σε συμφωνία, ο Οργανισμός εξακολουθεί να αντιμετωπίζει σοβαρούς περιορισμούς στο κατά πόσο μπορεί να επηρεάσει την τιμή του αργού, από τη στιγμή που οι Αμερικανοί παραγωγοί μπορούν να αντιδράσουν γρήγορα ακόμα και σε περιορισμένες αυξήσεις των τιμών.
Όσο για τον υπόλοιπο κόσμο, οι ισχνές οικονομικές συνθήκες θα δημιουργήσουν δυσκολίες στην πολιτική αυτό το τρίμηνο. Η παγκόσμια οικονομία θα παραμείνει στον «βάλτο» στον οποίον βρίσκεται τους τελευταίους εννέα μήνες, καθώς οι αγορές αναμένουν αύξηση επιτοκίων από τη Fed, όσο μικρή και αν είναι αυτή. Η αβεβαιότητα των αμερικανικών εκλογών θα καθυστερήσει τις εμπορικές διαπραγματεύσεις και πιθανότατα θα οδηγήσει σε διακυμάνσεις στην αγορά συναλλάγματος για τις χώρες που έχουν στενούς εμπορικούς δεσμούς με τις ΗΠΑ, με το Μεξικό να βρίσκεται στο επίκεντρο.
Η περιορισμένη διάθεση για ρίσκο θα οδηγήσει επίσης σε «ξεπούλημα» περισσότερων επισφαλών μετοχών, με αποτέλεσμα οι τράπεζες, που είναι ήδη πιεσμένες, να εκτεθούν ακόμα περισσότερο σε έναν κόσμο χαμηλών ή και αρνητικών επιτοκίων.
Καθώς οι αρμόδιες νομισματικές αρχές της Ιαπωνίας θα προσπαθούν να διορθώσουν σταδιακά τους ισολογισμούς τους μέσω νέων και μη δοκιμασμένων μεθόδων, η Ευρώπη θα είναι ιδιαίτερα ευμετάβλητη αυτό το τρίμηνο, καθώς η πολιτική αστάθεια στην Ιταλία απειλεί να φέρει στο «μικροσκόπιο» τις προβληματικές τράπεζες όλης της ευρωζώνης.
Αυτό δεν σημαίνει πως ο επόμενος πρόεδρος των ΗΠΑ θα πρέπει να χειριστεί έναν παγκόσμιο τραπεζικό πανικό, όμως όποιος κερδίσει τις εκλογές θα δυσκολευτεί να εξασφαλίσει την πολιτική συναίνεση που χρειάζεται, προκειμένου να διαχειριστεί μια πιο μακροχρόνια και άβολη διαρθρωτική μεταβολή στην παγκόσμια οικονομία.