Κίνδυνος απο-παγκοσμιοποίησης της οικονομίας

Τα πολιτικά και τα χρηματοοικονομικά δείχνουν πως συνδυάζονται με τρόπο τέτοιο που απειλεί να αντιστρέψει την παγκοσμιοποίηση, γράφει ο Simon Nixon στη WSJ. Η κατάρρευση των επενδύσεων μετά την κρίση, η αύξηση του προστατευτισμού και το Brexit.

Κίνδυνος απο-παγκοσμιοποίησης της οικονομίας

Ένα από τα μεγαλύτερα «αινίγματα» της παγκόσμιας οικονομίας αυτή τη στιγμή είναι η επιβράδυνση του εμπορίου.
Από το 2012, το παγκόσμιο εμπόριο αναπτύσσεται με ρυθμό μόλις 3% ετησίως, λιγότερο από το ήμισυ του ρυθμού με το οποίο αναπτύσσονταν τις προηγούμενες τρεις δεκαετίες. Μεταξύ του 1985 και του 2003, αναπτύχθηκε με ρυθμό διπλάσιο του παγκόσμιου ΑΕΠ, ενώ τα τελευταία τέσσερα χρόνια, το εμπόριο μετά βίας καταφέρνει να αναπτυχθεί, σύμφωνα με το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο.

Επιπλέον, αυτή η επιβράδυνση παρατηρείται παντού, επηρεάζοντας τόσο τις αναπτυγμένες χώρες όσο και τις αναδυόμενες οικονομίες, τόσο το εμπόριο υπηρεσιών όσο και των αγαθών.

Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Εμπορίου προβλέπει τώρα πως το παγκόσμιο εμπόριο θα αυξηθεί μόλις κατά 1,7% φέτος, κάτι που σημαίνει πως για πρώτη φορά μετά από 15 χρόνια θα αναπτυχθεί με ρυθμό βραδύτερο της παγκόσμιας οικονομίας.

Αυτή η επιβράδυνση είναι ανησυχητική λόγω του τι προοιωνίζεται για την μακροπρόθεσμη ευρωστία της παγκόσμιας οικονομίας. Η παγκοσμιοποίηση των τελευταίων δεκαετιών υπήρξε ένας βασικός συντελεστής στην βελτίωση του βιοτικού επιπέδου σε ολόκληρο τον κόσμο. Οι πολίτες των αναπτυγμένων χωρών επωφελήθηκαν από την πτώση των τιμών, ενώ αυτοί των αναδυόμενων οικονομιών επωφελήθηκαν από τις πιο καλοπληρωμένες θέσεις εργασίας.

Για δυο αιώνες, ήταν μια γενικά αποδεκτή οικονομική σκέψη πως το εμπόριο ωφελεί και τα δυο μέρη, μέσω της αύξησης της εξειδίκευσης, της μεγαλύτερης αποτελεσματικότητας, της ανταλλαγής απόψεων και, τελικά, της αυξημένης καινοτομίας και παραγωγικότητας. Η ανάπτυξη της παραγωγικότητας είναι αυτή που τελικά «οδηγεί» τους μισθούς και την ανάπτυξη.

Τα «καλά νέα» είναι πως μέχρι τώρα τα τρία τέταρτα της επιβράδυνσης φαίνεται πως είναι αποτέλεσμα της κατάρρευσης των επενδύσεων, αντί εσκεμμένων ενεργειών από την πλευρά κυβερνήσεων, σύμφωνα με ανάλυση του ΔΝΤ στην τελευταία έκθεσή του για τις προοπτικές της παγκόσμιας οικονομίας.

Από αυτήν την άποψη, η επιβράδυνση του παγκόσμιου εμπορίου είναι πρωτίστως ένα σύμπτωμα των ευρύτερων οικονομικών προβλημάτων που προσπαθεί να αντιμετωπίσει ο κόσμος από τότε που ξεκίνησε η παγκόσμια χρηματοοικονομική κρίση: αν οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής μπορούν να βρουν τρόπο να δώσουν νέα πνοή στις επενδύσεις –είτε μέσω της τόνωσης της ζήτησης ή μέσω της άρσης των εμποδίων για την προσφορά- τότε θα αυξηθεί και το εμπόριο.

Όμως το ΔΝΤ συμπέρανε επίσης πως το υπόλοιπο της επιβράδυνσης εξηγείται σε μεγάλο βαθμό από τη μείωση του ρυθμού της απελευθέρωσης του εμπορίου και την αύξηση του προστατευτισμού. Το 1985-1996, οι παγκόσμιοι δασμοί μειώθηκαν με ρυθμό περίπου μιας ποσοστιαίας μονάδας ετησίως. Το 1995-2008 ο ρυθμός αυτός επιβραδύνθηκε σε 0,5 ποσοστιαία μονάδα ετησίως. Από το 2008, η μείωση των δασμών σε μεγάλο βαθμό έχει σταματήσει. Ομοίως, ο ρυθμός των νέων συμφωνιών ελεύθερου εμπορίου έχει μειωθεί από τις 30 ετησίως τη δεκαετία του 1990 σε μόλις 10 ετησίως από το 2011.

Εν τω μεταξύ, υπήρξε μια απότομη άνοδος του αριθμού των νέων εμποδίων στο εμπόριο –είτε με την μορφή μέτρων αντιντάμπινγκ ή αντεκδικητικών δασμών- τα τελευταία δυο χρόνια, με το Global Trade Alert του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου να καταγράφει τον υψηλότερο στην ιστορία αριθμό επιβλαβών μέτρων το 2015.

Ο κίνδυνος τώρα είναι πως τα πολιτικά, τα οικονομικά και τα χρηματοοικονομικά συνδυάζονται με τέτοιο τρόπο που απειλούν να οδηγήσουν σε αντιστροφή της παγκοσμιοποίησης, δημιουργώντας μια «δαμόκλειο σπάθη» πάνω από την παγκόσμια οικονομία.

Η πολυετής αργή ανάπτυξη, η στασιμότητα των μισθών και η αυξανόμενη ανισότητα τροφοδοτούν μια αυξανόμενη πολιτική αντίδραση κατά του αθέμητου ανταγωνισμού –όπως υποστηρίζουν ορισμένοι- από ξένες επιχειρήσεις και ξένους εργαζόμενους στις αναπτυγμένες χώρες, όπως φάνηκε στην προεκλογική εκστρατεία στις ΗΠΑ αλλά και στην ψήφο της Βρετανίας για έξοδο από την ΕΕ.

Αυτό, με τη σειρά του, εγείρει ανησυχίες στις επιχειρήσεις για δημιουργία νέων εμποδίων στο διασυνοριακό εμπόδιο, μεταξύ άλλων μεταξύ της Βρετανίας και της ΕΕ. Την ίδια ώρα, η πολιτική αστάθεια καθιστά δυσκολότερο για τις κυβερνήσεις να επιδιώξουν τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις που χρειάζονται ώστε να ενθαρρυνθούν οι επενδύσεις και να τονωθούν η ανάπτυξη και η παραγωγικότητα.

Αυτό που κάνει την τρέχουσα εχθρότητα έναντι της παγκοσμιοποίησης τόσο ανησυχητική, είναι πως έρχεται σε μια περίοδο που οι κεντρικές τράπεζες ξεμένουν από εργαλεία για να στηρίξουν την οικονομία.

Μέχρι τώρα, οι κεντρικές τράπεζες μπορούσα να αντιμετωπίσουν την ισχνή παγκόσμια ανάπτυξης με μείωση των επιτοκίων, σε μια προσπάθεια να ενθαρρύνουν τις επενδύσεις. Όμως, με τα επιτόκια πλέον κοντά ή και υπό του μηδενός στον αναπτυγμένο κόσμο, πολλοί φοβούνται τώρα πως η υπερβολικά χαλαρή νομισματική πολιτική μπορεί περισσότερο να βλάψει παρά να ωφελήσει, υπονομεύοντας τα τραπεζικά επιχειρηματικά μοντέλα σε τέτοιο βαθμό που ίσως καταλήξουν να περιορίζουν την προσφορά πίστης ή να χρεώνουν περισσότερα για τα δάνεια. Στην περίπτωση της Deutsche Bank, μάλιστα, οι αμφιβολίες για το επιχειρηματικό της μοντέλο έχουν οδηγήσει ορισμένους να αμφιβάλλουν ακόμα και για την επιβίωσή της.

Σε αυτό το εύθραυστο περιβάλλον, κάθε πολιτικό σοκ που προκαλεί περαιτέρω αμφιβολίες για το μέλλον της παγκοσμιοποίησης, κινδυνεύει να ωθήσει την παγκόσμια οικονομία πιο κοντά στον γκρεμό, αφού κάθε υποβάθμιση των προβλέψεων για την παγκόσμια ανάπτυξη οδηγεί σε μείωση των προσδοκιών για τον πληθωρισμό. Αυτό οδηγεί σε αύξηση των πραγματικών επιτοκίων, οδηγώντας σε μια ανεπιθύμητη σύσφιξη της νομισματικής πολιτικής, στην οποία οι κεντρικοί τραπεζίτες αισθάνονται πως πρέπει να αντιδράσουν.

Το Brexit έχει αυξήσει αυτόν τον κίνδυνο. Στο συνέδριο του Συντηρητικού Κόμματος που πραγματοποιήθηκε αυτήν την εβδομάδα, οι υπουργοί της κυβέρνησης μίλησαν για τις ευκαιρίες που θα προκύψουν για το ελεύθερο εμπόριο από την έξοδο της χώρας από την ΕΕ, όμως, παρασκηνιακά, οι λομπίστες απαίτησαν προστασία από τις δυσκολίες που θα προκύψουν στη συνέχεια.

Την ίδια ώρα, στα μάτια του υπόλοιπου κόσμου, το Brexit θεωρείται μια ξεκάθαρη ψήφος κατά της παγκοσμιοποίησης.

Πρόκειται για μια κρίσιμη στιγμή, κατά την οποία οι κεντρομόλες δυνάμεις που για 70 χρόνια τροφοδοτούσαν την βαθύτερη οικονομική ενοποίηση της Ευρώπης, υποχώρησαν έναντι των φυγόκεντρων δυνάμεων της αποσύνθεσης, δημιουργώντας προοπτικές για μια πολιτική μετάσταση που θα οδηγήσει σε περαιτέρω εμπόδια στο διασυνοριακό εμπόριο.

Ο κόσμος μπορεί να δυσκολεύεται να ζήσει με την παγκοσμιοποίηση, όμως δεν γνωρίζει πώς να ζήσει χωρίς αυτήν.

ΣΧΟΛΙΑ ΧΡΗΣΤΩΝ

blog comments powered by Disqus
v