Stratfor: Γόρδιος δεσμός για την Ευρώπη οι τζιχαντιστές

Οι συλλήψεις υπόπτων για τις επιθέσεις σε Παρίσι και Βρυξέλλες δεν αντιμετωπίζουν τη ρίζα του προβλήματος. Η ευκολία στρατολόγησης των «ακραίων» και η αδυναμία των αρχών να αποτρέψουν νέες επιθέσεις. Οι ρίζες της ριζοσπαστικοποίησης.

Stratfor: Γόρδιος δεσμός για την Ευρώπη οι τζιχαντιστές

Όπως οι επιθέσεις στο Παρίσι πέρυσι, οι τρομοκρατικές επιθέσεις στο Βέλγιο στις 22 Μαρτίου οδήγησαν σε ένα κύμα συλλήψεων και ενεργοποίησαν τις προσπάθειες των ευρωπαϊκών αρχών να διαταράξουν τις δραστηριότητες του Ισλαμικού Κράτους και άλλων τζιχαντιστικών οργανώσεων. Ωστόσο, οι συλλήψεις δεν θα λύσουν το δυσεπίλυτο πρόβλημα των ριζοσπαστικοποιημένων Μουσουλμάνων που είναι αποφασισμένοι να επιτεθούν στην Ευρώπη.

Μέχρι να διευθετηθούν τα υποβόσκοντα ζητήματα που βοηθούν στη ριζοσπαστικοποίηση των Μουσουλμάνων στην Ευρώπη, οι αρμόδιες αρχές απλώς θα εξουδετερώνουν την άμεση απειλή, αλλά δεν θα αντιμετωπίζουν τη ρίζα του προβλήματος. Στο μεταξύ, οι τζιχαντιστές θα συνεχίσουν να αποτελούν απειλή για την Ευρώπη και αλλού.

Η αστυνομία και οι δυνάμεις ασφαλείας στην Ευρώπη συνέλαβαν δεκάδες υπόπτων τζιχαντιστών του Ισλαμικού Κράτους μετά τις επιθέσεις στις Βρυξέλλες. Οι συλλήψεις δεν περιορίστηκαν σε Βέλγιο και Γαλλία, αλλά επεκτάθηκαν και σε Γερμανία, Ιταλία και Βρετανία. Αν και οι επιχειρήσεις αυτές μπορεί να βοηθήσουν ώστε να ταυτοποιηθεί και να διαλυθεί δίκτυο (ή δίκτυα) του Ισλαμικού Κράτους, ωστόσο τα προβλήματα της Ευρώπης είναι πολύ βαθύτερα.

Οι ρίζες της ριζοσπαστικοποίησης

Η γεωπολιτική έχει «υφάνει» τον ευρωπαϊκό μαζί με τον μουσουλμανικό κόσμο από τις πρώτες κιόλας ημέρες του Ισλάμ. Η εμπλοκή των δυο κόσμων ξεκίνησε με την επιδρομή των Ουμαγιάντ στην Ισπανία και στη Γαλλία στις αρχές του 700, και συνεχίστηκε με τις Σταυροφορίες, την κατάληψη της Βιέννης από τους Οθωμανούς στα 1500 και 1600, και τον αποικισμό της Βόρειας Αφρικής και της Νότιας Ασίας από τους Ευρωπαίους στα 1700 και 1800. Η πτώση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στον απόηχο του Α' Παγκοσμίου Πολέμου και ο ευρωπαϊκός αποικισμός της Μέσης Ανατολής, έφερε τους δυο πολιτισμούς ακόμα πιο κοντά.

Η εγγύτητα της Βόρειας Αφρικής και της Τουρκίας με την Νότια Ευρώπη και οι ευρωπαϊκές προσπάθειες αποικισμού, σε συνδυασμό με την επιθυμία του Μουσουλμανικού κόσμου να αναζητήσει παιδεία και απασχόληση στην Ευρώπη, είχε ως αποτέλεσμα μεγάλοι Μουσουλμανικοί πληθυσμοί να μένουν πλέον στην Ευρώπη. Όμως δεν έλλειψαν οι τριβές από αυτή τη στενή σχέση. Αν και μεγάλη μερίδα των Μουσουλμάνων της Ευρώπης προέρχονται από οικογένειες που ζουν εκεί εδώ και τέσσερις ή πέντε γενιές, πολλοί από αυτούς δεν έχουν ενσωματωθεί στην Ευρωπαϊκή κοινωνία και ζουν σε απομονωμένες περιοχές στις οποίες κυριαρχούν οι Μουσουλμάνοι.

Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα της απομόνωσης αυτής, όπως αναφέρθηκε από τον διευθυντή του Stein Program on Counterterrorism and Itelligence, Matthew Levitt, είναι το πρόσφατο άρθρο του Politico που αναφέρει πως μόνο οκτώ από τους 114 ιμάμηδες των Βρυξελλών μιλούν κάποια από τις παραδοσιακές γλώσσες του Βελγίου.

Επιπλέον, η αδύναμη ευρωπαϊκή οικονομία έχει επηρεάσει δυσανάλογα τον Μουσουλμανικό πληθυσμό της Ευρώπης και έχει δημιουργήσει ανησυχητικά υψηλό επίπεδο ανεργίας στους νέους Μουσουλμάνους. Σε συνδυασμό με τις συχνές διακρίσεις που υφίστανται στην αγορά εργασίας, πολλοί Μουσουλμάνοι αισθάνονται αποξενωμένοι, ότι στερούνται δικαιωμάτων και αγανακτισμένοι. Σε συνδυασμό με το κράτος πρόνοιας της Ευρώπης, στο οποίο η απασχόληση δεν είναι απαραίτητη για την επιβίωση, τα αισθήματα αυτά έχουν δημιουργήσει ένα κλίμα στο οποίο οι Μουσουλμάνοι που εκτίθενται σε ακραίες ομιλίες μπορούν εύκολα να στρατολογηθούν για ακραίες πολιτικές ή ακόμα και μαχητικές δραστηριότητες.

Οι νόμοι της Ευρώπης για την μετανάστευση και το άσυλο, που έδωσαν καταφύγιο σε πολλούς ιδεολόγους τζιχαντιστές οι οποίοι διώκονταν στις χώρες τους, έχουν επιδεινώσει την κατάσταση. Ακραία στοιχεία υψηλού προφίλ, όπως οι Ομάρ Μπακρί Μοχαμεντ, Αμπού Καταντα, Αμπου Χαμζα-αλ Μασρί και Μουλά Κρεκάρ –μεταξύ άλλων- μπόρεσαν να «στήσουν μαγαζί» στην Ευρώπη, και οι Μουσουλμανικές περιοχές της Ευρώπης αποτέλεσαν εύφορο έδαφος για τους τζιχαντιστές κήρυκες να στρατολογήσουν απογοητευμένους Μουσουλμάνους.

Οι ευρωπαϊκές χώρες έχουν λάβει μέτρα τα τελευταία χρόνια για να απελάσουν ή να εκδώσουν πολλούς από αυτούς παλαιάς σχολής τζιχαντιστές ιμάμηδες, ωστόσο αυτοί αντικαταστάθηκαν από μια δεύτερη γενιά κηρύκων, περιλαμβανομένου του Χαλίντ Ζερκανί, βέλγου πολίτη μαροκινής καταγωγής ο οποίος καταδικάστηκε τον Ιούλιο του 2015 (μαζί με τον «εγκέφαλο» των επιθέσεων στο Παρίσι Αμπντελχαμίντ Αμπαούντ) ως «εγκέφαλος» του μεγαλύτερου δικτύου τζιχαντιστικής στρατολόγησης του Βελγίου. Ο Αμπαούντ, ο οποίος δικάστηκε ερήμην, σκοτώθηκε κατά τη διάρκεια αστυνομικής επιχείρησης στο Σεν Ντενί της Γαλλίας, πέντε ημέρες μετά τις τρομοκρατικές επιθέσεις στο Παρίσι.

Και μόνο ο αριθμός των Ευρωπαίων τζιχαντιστών που έχουν ταξιδέψει στο Ιράκ, τη Συρία και, πιο πρόσφατα, στη Λιβύη, δείχνει πως το θέμα των δυσαρεστημένων Μουσουλμανικών πληθυσμών διογκώνεται τα τελευταία χρόνια. Η προσφυγική κρίση, σε συνδυασμό με περιστατικά όπως η απαγόρευση της μπούργκας στη Γαλλία και η αντι-ισλαμική ρητορική πολιτικών όπως ο Geert Wilders (σ.σ. ιδρυτής και επικεφαλής του ολλανδικού Κόμματος για την Ελευθερία), ενισχύει το «αφήγημα» των ακραίων περί επιθέσεως της Ευρώπης κατά του Ισλάμ, αλλά και τις προσπάθειες όσων στρατολογούν τζιχαντιστές.

Μια μοναδική απειλή

Όπως οι Μουσουλμανικές κοινότητες στην Ευρώπη και στις ΗΠΑ διαφέρουν, έτσι διαφέρει και η φύση της τζιχαντιστικής απειλής στις δυο πλευρές του Ατλαντικού. Στις ΗΠΑ, όπου οι Μουσουλμάνοι είναι πιο ενσωματωμένοι στην κοινωνία, αυτοί που σχεδιάζουν επιθέσεις τείνουν να έχουν ριζοσπαστικοποιηθεί από μόνοι τους και να είναι φιλόδοξοι. Όταν αποκτήσουν ακραίες απόψεις –συχνά μέσω του διαδικτύου- είναι σύνηθες να συλλαμβάνονται καθώς αναζητούν βοήθεια για τα σχέδιά τους από άτομα που τελικά είναι πράκτορες του FBI ή πληροφοριοδότες της αστυνομίας.

Στην Ευρώπη όμως, ο συγκεντρωμένος και στερούμενος δικαιωμάτων Μουσουλμανικός πληθυσμός, καθιστά ευκολότερο για τους ακραίους Μουσουλμάνους να βρουν συμμάχους οι οποίοι δεν είναι πληροφοριοδότες της αστυνομίας.

Σε πολλές περιπτώσεις, μέλη ευρωπαϊκών πυρήνων γνωρίζονταν μεταξύ τους από παιδιά, ήταν μέλη των ίδιων συμμοριών, ή ήταν συγκρατούμενοι. Ακόμα και οι πιο φιλόδοξες και «αδέξιες» ομάδες, όπως οι τέσσερις άνδρες που κατηγορήθηκαν το 2012 για συνωμοσία για επίθεση σε βρετανική στρατιωτική βάση στο Λούτον, μπορεί να αποτελούν μέρος μιας μεγαλύτερης, ριζοσπαστικοποιημένης κοινότητας και να έχουν φίλους και συγγενείς που εμπλέκονταν σε σχέδια ή που έχουν ταξιδέψει στο εξωτερικό για να εξαπολύσουν τζιχάντ. Αυτή ήταν η περίπτωση του δράστη των επιθέσεων στην Τουλούζη, Μοχάμεντ Μερά. Αν και πραγματοποίησε μόνος του τις επιθέσεις, ο Μερά από καιρό ήταν μέρος μιας μεγαλύτερης κοινότητας μαχητών και είχε ταξιδέψει σε χώρες όπως το Πακιστάν και το Αφγανιστάν για να εκπαιδευτεί και να πολεμήσει.

Οι γαλλικές αρχές φέρονται επίσης να ερεύνησαν τον μεγαλύτερο αδελφό του Μερά, Αμπντελκαντέρ, το 2007 καθώς φέρονταν να είχε βοηθήσει ευρωπαίους Μουσουλμάνους να ταξιδέψουν στο Ιράκ για να πολεμήσουν.

Υπάρχει μεγάλη ποικιλία στον τρόπο με τον οποίον ριζοσπαστικοποιούνται οι Μουσουλμάνοι, ωστόσο οι στρατολόγοι ψάχνουν με συνέπεια πιθανούς νέους υποψήφιους σε τζαμιά, γυμναστήρια και ισλαμικούς πανεπιστημιακούς συνδέσμους. Συνήθως παίρνουν στην άκρη τον υποψήφιο νεοσύλλεκτο, μακριά από τα βλέμματα της κοινότητας, και τον ριζοσπαστικοποιούν είτε κατ' ιδίαν ή ως μέλος μικρής ομάδας. Η μέθοδος αυτή χρησιμοποιήθηκε με τους Αμπαούντ και Ζερκανι στις Βρυξέλλες. Οι στρατολόγοι συχνά έχουν επαφές με άλλους ακραίους πυρήνες εντός της Ευρώπης καθώς και σχέσεις με τζιχαντιστές και άλλες ομάδες μαχητών στο εξωτερικό, τις οποίες μπορούν να χρησιμοποιήσουν για να διευκολύνουν τα ταξίδια προς στρατόπεδα εκπαίδευσης και εμπόλεμες ζώνες.

Δεν είναι μόνο οι νεαροί Μουσουλμάνοι που ριζοσπαστικοποιούνται και που αναζητούνται ως υποψήφιοι προς στρατολόγηση, αλλά και μεγαλύτερης ηλικίας άνδρες όπως ο 39χρονος Χακίμ Μπενλαντζέμ ή ο 37χρονος γάλλος επιστήμονας Αντλέν Ισέρ. Άτομα με πτυχία, πρακτική επαγγελματική εμπειρία και «καθαρό» ποινικό μητρώο μπορούν να ταξιδέψουν εκτός Ευρώπης χωρίς να εγείρουν υποψίες, πιο εύκολα απ' ότι οι νεότερης ηλικίας άνδρες.

Και γυναίκες, όμως, μπορούν να ριζοσπαστικοποιηθούν και να χρησιμοποιηθούν για την μεταφορά κεφαλαίων ή πληροφοριών, ως στρατολόγοι ή προπαγανδιστές, και ενίοτε να συμμετέχουν σε τρομοκρατικές επιχειρήσεις.

Οι περισσότεροι από τους δράστες των επιθέσεων του Παρισιού και των Βρυξελλών ήταν Γάλλοι και Βέλγοι πολίτες με καταγωγή από τη Β. Αφρική ή τη Μέση Ανατολή, όμως οι ευρωπαίοι τζιχαντιστές προέρχονται από διαφορετικά υπόβαθρα. Ο επίδοξος «βομβιστής των παπουτσιών» Ρίτσαρντ Ριντ ήταν Άγγλος, ο βομβιστής του μετρό του Λονδίνου Τζερμέιν Λίντσεϊ είχε γεννηθεί στη Τζαμάϊκα, η σύζυγός του Σαμάνθα Λιούθγουεϊτ ήταν Βρετανίδα, ενώ ο τζιχαντιστής Έρικ Μπράινινγκερ ήταν Γερμανός.

Είναι δύσκολο να βρεθούν ακριβή στοιχεία για τον αριθμό των ευρωπαίων Μουσουλμάνων που μάχονται ή που εκπαιδεύονται στο εξωτερικό, όμως σύμφωνα με έκθεση του Διεθνούς Κέντρου Αντιτρομοκρατίας (1η Απριλίου), στο εξωτερικό μάχονται 3.922-4.294 Δυτικοευρωπαίοι.

Δεν είναι όλοι οι ευρωπαίοι που πολεμούν στο εξωτερικό τζιχαντιστές. Ορισμένοι που έχουν ταξιδέψει στη Συρία και στο Ιράκ, για παράδειγμα, είναι εθνικιστές, μη τζιχαντιστές Ισλαμιστές ή ακόμα και αντι-τζιχαντιστές μαχητές. Η πλειονότητα όμως είναι τζιχαντιστές, ή έχουν ενταχθεί σε τζιχαντιστικές ομάδες.

Αν και οι μαχητές που επιστρέφουν την Ευρώπη αποτελούν ίσως την πιο έντονη απειλή, ωστόσο τζιχαντιστές μαχητές –περιλαμβανομένων και αυτών που δεν έχουν καταφέρει να ταξιδέψουν στο εξωτερικό για να εκπαιδευτούν και να πολεμήσουν με το Ισλαμικό Κράτος, την Αλ Κάϊντα ή άλλες ομάδες- είναι ένα πολυδιάστατο πρόβλημα.

Οι εγχώριοι τζιχαντιστές αποτελούν μια σημαντική και ορισμένες φορές παγκόσμια απειλή, ακόμα και αν δεν έχουν τις ικανότητες των συναδέλφων τους που έχουν εκπαιδευτεί. Για παράδειγμα, ο Αμεντί Κουλιμπαλι άνοιξε πυρ σε εβραϊκό κατάστημα στο Παρίσι στις 9 Ιανουαρίου του 2015. Ο Κουλιμπαλί πυροβόλησε και τραυμάτισε έναν δρομέα στις 7 Ιανουαρίου και σκότωσε μια αστυνομικό στις 8 Ιανουαρίου, προτού σκοτωθεί ο ίδιος στο εβραϊκό κατάστημα, όπου σκότωσε τέσσερα άτομα. Ήταν επίσης ο άνθρωπος που προμήθευσε τα όπλα που οι φίλοι του Σαϊντ και Σερίφ Κουατσί χρησιμοποιίησαν στις επιθέσεις στο γαλλικό περιοδικό Charlie Hebdo.

Συνολικά, οι συνθήκες που επηρεάζουν τον Μουσουλμανικό πληθυσμό της Ευρώπης καθιστούν δύσκολο για τις υπηρεσίες πληροφοριών και επιβολής του νόμου να μετριάσουν την τζιχαντιστική απειλή στην Ευρώπη. Αν και οι υπηρεσίες αυτές γνωρίζουν την απειλή, ωστόσο ο αριθμός των πιθανών δραστών που πρέπει να παρακολουθούν, πολύ απλά τους υπερβαίνει. Και τα προβλήματα συντονισμού των ευρωπαϊκών υπηρεσιών πληροφοριών και επιβολής του νόμου –ακόμα και εντός της ίδιας χώρας- επιδεινώνουν το πρόβλημα.

Έτσι, αν και οι πρόσφατες συλλήψεις που συνδέονται με το δίκτυο των δραστών του Ισλαμικού Κράτους που ευθύνονται για τις επιθέσεις σε Βρυξέλλες και Παρίσι φέρονται να έχουν αποτρέψει αρκετά σχέδια επιθέσεων και να έχουν απομακρύνει από τους δρόμους αρκετούς δυνητικούς δράστες, ωστόσο αντιμετωπίζουν μόνο την «κορυφή του παγόβουνου». Εξακολουθούν να υπάρχουν και άλλα δίκτυα του Ισλαμικού Κράτους και της Αλ Κάϊντα, και πολλοί μεμονωμένοι τζιχαντιστές που θα πρέπει να ταυτοποιηθούν και να αποτραπούν από το να πραγματοποιήσουν επιθέσεις.

Όμως, όσο επιβιώνει η τζιχαντιστική ιδεολογία, τόσο οι ευρωπαϊκές αρχές θα προσπαθούν να αποτρέψουν μεμονωμένα άτομα και πυρήνες που θεωρούνται οι πιο επικίνδυνοι. Όμως, δεν θα μπορούν να λύσουν το πρόβλημα με τις συλλήψεις, και έτσι το πρόβλημα αυτό θα συνεχίσει να ταλανίζει την Ευρώπη για πολλά ακόμα χρόνια.

ΣΧΟΛΙΑ ΧΡΗΣΤΩΝ

blog comments powered by Disqus
v