Τον περασμένο μήνα, δημοσιεύματα του ξένου Τύπου ανέφεραν πως τον Ιούνιο του 2015 το αμερικανικό Κογκρέσο έδωσε εντολή στον Διευθυντή Εθνικών Πληροφοριών James Clapper να ερευνήσει την πιθανή χρηματοδότηση ευρωπαϊκών πολιτικών κομμάτων και μη κυβερνητικών οργανώσεων από το Κρεμλίνο, σε μια προσπάθεια της Ρωσίας να αποδυναμώσει την ευρωπαϊκή ενότητα, με στόχο να βάλει τέλος στις κυρώσεις που της έχουν επιβληθεί για την εμπλοκή της στην ανατολική Ουκρανία, αλλά και για να υπονομεύσει τα σχέδια πυραυλικής άμυνας του ΝΑΤΟ.
Πρόκειται για το πιο πρόσφατο κεφάλαιο μιας συνεχιζόμενης προσπάθειας να εκτεθεί η εμπλοκή της Ρωσίας στην ευρωπαϊκή πολιτική. Οι ισχυρισμοί περί ρωσικής διείσδυσης έχουν γίνει από κορυφαία έντυπα, πολιτικούς και think tanks.
Προειδοποιούν πως η οικονομική στήριξη κομμάτων ομοίας αντίληψης είναι ένας μόνο από τους τρόπους με τους οποίους η Ρωσία επιχειρεί να χειραγωγήσει υπέρ της την κοινή γνώμη. Το Κρεμλίνο έχει επίσης κινηθεί ώστε να διαμορφώσει συμπεριφορές μέσω του έξυπνου προγραμματισμού του παγκόσμιου ειδησεογραφικού καναλιού του. Ορισμένοι αναλυτές, μάλιστα, θεωρούν πως η ρωσική προπαγάνδα και το lobbying αποτελούν μια πτυχή ενός «υβριδικού πολέμου». Το νέο στοιχείο της υπόθεσης είναι πως, για πρώτη φορά, η αμερικανική κυβέρνηση διενεργεί δική της έρευνα.
Το πρόβλημα με αυτή τη γραμμή σκέψης είναι πως μπερδεύει το αίτιο με το αποτέλεσμα, όπως υποστηρίζει σε άρθρο του στο Foreign Policy o Scott Radnitz, αναπληρωτής καθηγητής του Henry M. Jackson School of International Studies και διευθυντής του Ellison Center for Russian, East European and Central Asian Studies του Πανεπιστημίου της Ουάσινγκτον.
Όπως εξηγεί, αν η Ρωσία πράγματι βοηθά ομάδες στην Ευρώπη που δείχνουν συμπάθεια προς τη Μόσχα (και αυτό προς το παρόν είναι κυρίως φήμες), αυτό δεν οφείλεται στο ότι ο Πούτιν ελέγχει αυτές τις ομάδες, χειραγωγώντας ανυποψίαστους πολιτικούς με έξυπνα τεχνάσματα, αλλά στο ότι «προσκλήθηκε».
Τα υποβόσκοντα προβλήματα της Ευρώπης -η οικονομική στασιμότητα, η μαζική εισροή προσφύγων, οι διαφωνίες μεταξύ των μελών της ΕΕ και η αντίληψη ότι οι πολιτικοί των κομμάτων του κατεστημένου αδιαφορούν για τις ανησυχίες του απλού λαού- έχουν οδηγήσει κάποιους ψηφοφόρους στα άκρα του πολιτικού συστήματος. «Όσο τρελό και αν ακούγεται, οι ψηφοφόροι αυτοί, και τα κόμματα στα οποία στρέφονται, βρίσκουν πτυχές της σημερινής Ρωσίας ελκυστικές.
Δεν αποτελεί έκπληξη που τα ημιφασιστικά κόμματα, όπως η Χρυσή Αυγή της Ελλάδας και το Jobbik της Ουγγαρίας, θα θαύμαζαν έναν δυνατό άνδρα όπως ο Βλαντιμίρ Πούτιν, ο οποίος αποπνέει εκείνη την αρρενωπή εξουσία που επιθυμούν οι ψηφοφόροι τους. Και σαν μπόνους, η τρέχουσα εμφάνιση του Πούτιν ως υπερασπιστή των "παραδοσιακών αξιών", αντηχεί στα βασικά πιστεύω των δεξιών αυτών κομμάτων», σύμφωνα με τον Radnitz.
Υπάρχουν επίσης πολιτικές στις οποίες συγκλίνουν οι δύο πλευρές. Τα κόμματα που κάποτε θεωρούνταν «ακραία», τα οποία όμως τώρα δημοσκοπικά εμφανίζουν αξιοπρεπή νούμερα, όπως το βρετανικό Κόμμα για την Ανεξαρτησία και το γαλλικό Εθνικό Μέτωπο, ευημερούν διότι πηγαίνουν κόντρα στα κόμματα του κατεστημένου. Διαχωρίζουν τον εαυτό τους από τα κεντροδεξιά και κεντροαριστερά κόμματα του κατεστημένου, αντιτιθέμενα σε πολιτικές που ευνοεί το κατεστημένο, όπως για παράδειγμα τη βαθύτερη ευρωπαϊκή ενοποίηση και τις κυρώσεις κατά της Ρωσίας. Το γεγονός πως το Κρεμλίνο χαίρεται να βλέπει αυτές τις πολιτικές να αμφισβητούνται από τους ίδιους τους Ευρωπαίους δεν σημαίνει πως αυτό το κλίμα δεν είναι ένα γνήσιο ευρωπαϊκό φαινόμενο.
Μέχρι τώρα, η μόνη αποδεδειγμένη περίπτωση ρωσικής υποστήριξης είναι το δάνειο ύψους 9,4 εκατ. ευρώ που χορηγήθηκε στο Εθνικό Μέτωπο, το οποίο η Μαρίν Λε Πεν λέει πως δέχθηκε αφού αρνήθηκαν να της χορηγήσουν δάνεια γαλλικές τράπεζες. Δεν υπάρχουν αποδείξεις πως άλλα κόμματα που λέγεται ότι «βρίσκονται στο τσεπάκι του Κρεμλίνου» έχουν δεχθεί ρωσικό χρήμα, ωστόσο ο φιλορωσικός προσανατολισμός της εξωτερικής πολιτικής τους αρκεί για να προκαλέσει συναγερμό στους «ευυπόληπτους» πολιτικούς κύκλους.
Αυτό δεν σημαίνει απαραίτητα πως οι «κατήγοροι» είναι παρανοϊκοί. Από τη στιγμή που η Ρωσία αντιμετωπίζει ένα ενωμένο μέτωπο ευρωπαϊκής στήριξης των κυρώσεων, δεν αποτελεί έκπληξη ότι θα έκανε lobbying σε μεμονωμένες χώρες, ώστε να προσπαθήσει να τις κάνει να αλλάξουν στάση. «Γνωρίζουμε πως το Κρεμλίνο χρησιμοποίησε τιμωρητικά μέτρα, μεταξύ των οποίων η διακοπή προμήθειας φυσικού αερίου τον χειμώνα, και παρείχε κίνητρα, όπως δάνεια και υποσχέσεις για επενδύσεις σε χώρες της ΕΕ που έχουν σοβαρό πρόβλημα ρευστότητας», λέει ο Radnitz. «Φυσικά, από την οπτική γωνία της Ρωσίας, η στρατηγική αυτή του διαίρει και βασίλευε δεν είναι χειρότερη από τις προσπάθειες της Δύσης τις τελευταίες δύο δεκαετίες να απορροφήσουν στο ΝΑΤΟ ή στην ΕΕ μετακομμουνιστικά κράτη, παρά τις έντονες αντιδράσεις της Ρωσίας».
Όμως, σύμφωνα με τον Radnitz, οι σημερινοί υψηλοί τόνοι της ρητορικής των ελίτ, που επικεντρώνονται στις υποτιθέμενες προσπάθειες της Ρωσίας να διεισδύσει στην πολιτική της Δύσης, ενέχει δύο κινδύνους.
Πρώτον, η υπόνοια ενοχής μέσω συσχετισμού είναι ένας δελεαστικός αλλά ύπουλος τρόπος να δυσφημιστούν δημοφιλή ευρωσκεπτικιστικά κόμματα. Πρόκειται για μια παλιά τακτική, που χρησιμοποιούσαν πολιτικοί τόσο απολυταρχικών καθεστώτων όσο και δημοκρατιών, όμως μπορεί να οδηγήσει σε σκοτεινά μονοπάτια. Ο ίδιος ο Πούτιν είναι διαβόητος για τη δυσφήμιση των αντιπάλων του, ισχυριζόμενος ότι έλαβαν κάποια στιγμή στήριξη από την αμερικανική κυβέρνηση. Σημαίνει αυτό ότι είναι «τσιράκια» των ΗΠΑ; Ο Πούτιν θα ήθελε να το πιστέψει αυτό ο ρωσικός λαός.
Η συνέπεια του ισχυρισμού της κρυφής επιρροής είναι πως ο κατήγορος απορρίπτει τα πιστεύω όλων αυτών που στηρίζουν τον συγκεκριμένο σκοπό, άσχετα πόσο δίκαια μπορεί να είναι. Και πάλι, ο ίδιος ο Πούτιν υπήρξε «μπροστάρης», αποτυγχάνοντας να αναγνωρίσει τη γνήσια στήριξη που είχαν οι μαζικές διαδηλώσεις του 2011 κατά της επαναφοράς του στην εξουσία, αλλά και τους εκατοντάδες χιλιάδες ανθρώπους που οικειοθελώς συμμετείχαν στο ουκρανικό Euromaidan.
Οι Ευρωπαίοι πολιτικοί αποδείχθηκαν καλοί «μαθητές» της νέμεσής τους, επικαλούμενοι τη ρωσική απειλή για να δυσφημίσουν ολόκληρα κινήματα, όταν οι απαιτήσεις τους είναι ανεπιθύμητες. Τον Ιούνιο του 2014, ο γενικός γραμματέας του ΝΑΤΟ Anders Rasmussen κατηγόρησε τη Ρωσία για τις διαδηλώσεις κατά του fracking σε αρκετές ευρωπαϊκές χώρες, υποστηρίζοντας πως η Μόσχα χρησιμοποίησε «εξελιγμένες επιχειρήσεις πληροφόρησης και παραπληροφόρησης» για να «διατηρήσει την ευρωπαϊκή εξάρτηση στο αέριο που εισάγεται από τη Ρωσία». Η Greenpeace και άλλες ΜΚΟ -που βεβαίως είναι αντίθετες στο fracking και όχι μόνο στην Ευρώπη- αρνήθηκαν τους ισχυρισμούς αυτούς.
Ο Rasmussen παραδέχθηκε πως η θέση του βασίστηκε στους ισχυρισμούς δύο πολιτικών από τη Λιθουανία και τη Ρουμανία, οι οποίοι τάσσονται υπέρ του fracking, που όμως και αυτοί δεν είχαν άμεσες αποδείξεις. Στην τεταμένη γεωπολιτική ατμόσφαιρα της ουκρανικής κρίσης αυτό φάνηκε να είναι αληθές. Όμως θα πρέπει να προβληματίζει τους πολίτες δημοκρατιών, όταν αξιωματούχοι ανταποκρίνονται σε νόμιμες διαμαρτυρίες, όχι απορρίπτοντάς τες για λόγους που σχετίζονται με το θέμα, αλλά συνδέοντάς τες με φαύλους ξένους. Ιστορικά, η εκμετάλλευση αισθημάτων ανασφάλειας για την επίτευξη εγχώριων πολιτικών στόχων έχει οδηγήσει σε ντροπιαστικά επεισόδια, για τα οποία αργότερα μετάνιωσαν οι δημοκρατίες.
Ένας δεύτερος κίνδυνος των ισχυρισμών για ρωσική επιρροή είναι ότι αποσπά την προσοχή των πολιτικών από το να αντιμετωπίζουν τα θέματα αυτά που πράγματι συντηρούν τα φιλορωσικά κόμματα. Οι πολλαπλές δυνάμεις που «πλήττουν» την Ευρώπη συνιστούν ίσως τη μεγαλύτερη πρόκληση που έχει αντιμετωπίσει στη ζωή της η ΕΕ. Θα πρέπει να αντιμετωπιστούν «στα ίσια» και όχι να ελαχιστοποιούνται μέσω συσχετισμού τους με εξωτερικούς εχθρούς.
Όσο και αν ενοχλεί τις ευρωπαϊκές ελίτ ότι η Ρωσία θα μπορούσε να ασκεί οικονομική και ιδεολογική πίεση προκειμένου να εμβαθύνει τους υφιστάμενους διαχωρισμούς της Ευρώπης, ωστόσο δεν υπάρχει κάποια γρήγορη λύση που δεν διακινδύνευε επίσης να θέσει σε κίνδυνο τις ευρωπαϊκές αξίες. Οι ανοικτές κοινωνίες διατρέχουν μεγαλύτερο κίνδυνο διείσδυσης από ξένους απ' όσο τα απολυταρχικά καθεστώτα, και αν θέλουν να παραμείνουν ανοικτές, θα πρέπει να δεχθούν αυτή την «ανταλλαγή».
Φυσικά, οι δημοκρατίες θα πρέπει να απαιτούν τα πολιτικά κόμματα να αποκαλύπτουν από πού προέρχεται η χρηματοδότησή τους. Αν οι ψηφοφόροι «αποστρέφονται» από τους Ρώσους δωρητές (ή τους Σαουδάραβες ή τα hedge funds), μπορούν να εκφράσουν την αντίρρησή τους στις κάλπες. Και σε ό,τι αφορά στην παραπλάνηση του κοινού από ρωσική παραπληροφόρηση και ευκαιριακή προπαγάνδα, οι κυβερνήσεις και τα μέσα ενημέρωσης έχουν συμφέρον να διαδίδουν ενεργά ακριβείς πληροφορίες.
Ακόμα και αν η Ρωσία κοίταζε αποκλειστικά και μόνο τη δουλειά της (και, ας είμαστε ειλικρινείς, καμία μεγάλη δύναμη δεν το κάνει αυτό), οι Ευρωπαίοι ψηφοφόροι δεν θα ήταν πιο ευχαριστημένοι. Μόνο αν αντιμετωπιστούν οι υποβόσκουσες αιτίες που έχουν επιτρέψει την «άνθηση» των εξτρεμιστικών κομμάτων -όσο δύσκολο και αν είναι αυτό-, θα μπορέσει η Ευρώπη να αντιμετωπίσει τα ευάλωτα σημεία της.
Αν η ΕΕ διασπαστεί, το Κρεμλίνο μπορεί να χαρεί. Όμως η ευθύνη για αυτή την καταστροφή θα ήταν των Βρυξελλών και όχι της Μόσχας, καταλήγει ο Radnitz.