Από τη δεκαετία του 1970 οι αμφίδρομες εμπορικές συναλλαγές μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Κίνας έχουν αυξηθεί κατά 30 φορές. Το εμπόριο με την Κίνα βοήθησε τη Γερμανία να ξεπεράσει την παγκόσμια οικονομική κρίση και να παγιώσει τη δεσπόζουσα θέση της εντός της ευρωζώνης.
Κατά τη διάρκεια λίγων μόνο ετών, η Κίνα έχει μεταπηδήσει από το να είναι μεσαίος προορισμός εξαγωγών, στο να είναι ο δεύτερος σημαντικότερος εμπορικός εταίρος της Ευρώπης μετά τις Ηνωμένες Πολιτείες. Υπάρχουν τώρα πάνω από 60 επίσημες συνομιλίες σε επίπεδο ΕΕ, που κυμαίνονται από τη γεωργική πολιτική, τα ανθρώπινα δικαιώματα και την προστασία της πνευματικής ιδιοκτησίας, μέχρι τη χρήση της δορυφορικής τεχνολογίας. Κατά την τελευταία δεκαετία, η Κίνα έχει επίσης θεσπίσει ξεχωριστές «στρατηγικές συνομιλίες» με τη Γαλλία, τη Γερμανία και το Ηνωμένο Βασίλειο.
Ωστόσο, όπως και με τα σχέδια της ίδιας της Ευρωπαϊκής Ένωσης, οι μεγάλες φιλοδοξίες έχουν μετριαστεί από την πραγματικότητα. Η διεκδικητική συμπεριφορά της Κίνας κοντά σε εμπορικούς δρόμους-κλειδιά στην Ασία έχει ανησυχήσει σε μεγάλο βαθμό όχι μόνο τους συμμάχους των ΗΠΑ στην περιοχή αλλά και τους ευρωπαϊκούς εμπορικούς εταίρους της. Η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι ανήσυχη με την προθυμία της Κίνας να παρακάμψει το διεθνές δίκαιο, προκειμένου να δημιουργήσει τη δική της σφαίρα επιρροής. Σε θέματα όπως η κλιματική αλλαγή, η αναπτυξιακή βοήθεια ή οι εδαφικές διαφορές, η έννοια της πολυμέρειας της ΕΕ διαφέρει σαφώς από το Πεκίνο, όταν αφορά στην εξουσία των μεγάλων κρατών επί των μικρών.
Υπάρχει επίσης απογοήτευση για τις εμπορικές σχέσεις της Ευρώπης με την Κίνα. Οι δύο πάντα διαφωνούσαν σχετικά με τα δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας και την πρόσβαση στην αγορά του Πεκίνου, αλλά οι περισσότερες δυτικές επιχειρήσεις έχουν αποδεχθεί αυτά τα ζητήματα ως ένα κόστος της επιχειρηματικής δραστηριότητας στην Κίνα.
Ωστόσο, ο εγχώριος ανταγωνισμός και η πολιτική αβεβαιότητα ενθαρρύνουν τις ευρωπαϊκές επιχειρήσεις να διαφοροποιηθούν μακριά από την ηπειρωτική χώρα. Σύμφωνα με τον Stefan Mair, μέλος του εκτελεστικού συμβουλίου της Ομοσπονδίας Γερμανικών Βιομηχανιών, «είχαμε τη στροφή μας στην Ασία. Τώρα, πολλές εταιρείες αναρωτιούνται αν θα πρέπει να στραφούν σε μια άλλη κατεύθυνση». Ευρωπαίοι επενδυτές και πολυτελείς μάρκες όπως η BMW, πλήττονται μετά την πρόσφατη υποτίμηση του νομίσματος από το Πεκίνο.
Η Κίνα επίσης είναι όλο και περισσότερο απογοητευμένη από την Ευρώπη. Οι ευρωπαϊκές χώρες ήταν από καιρό η κύρια πηγή βιομηχανικής τεχνολογίας για την Κίνα, αλλά η τελευταία έχει περιορισμένη πρόσβαση σε μια σειρά αγαθών διπλής χρήσης, λόγω των δυτικών περιορισμών στις εξαγωγές. Παρότι εντάχθηκε στον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου το 2001, η Κίνα εξακολουθεί να στερείται της αναγνώρισης καθεστώτος «οικονομίας της αγοράς» από τις Ηνωμένες Πολιτείες και την Ευρώπη, λόγω του ρόλου της κυβέρνησης στη χειραγώγηση των συναλλαγματικών ισοτιμιών, την προστασία των κρατικών επιχειρήσεων, καθώς και τη διοχέτευση επιδοτούμενων προϊόντων στην παγκόσμια αγορά.
Η Ευρώπη και η Κίνα έχουν επομένως από καιρό περάσει τον μήνα του μέλιτος. Μετά το Ιράκ, η Κίνα ήλπιζε ότι μια ισχυρή Ευρώπη θα μπορούσε να λειτουργήσει ως αντίβαρο στην αμερικανική μονομέρεια. Ωστόσο, τόσο οι κρίσεις του ευρώ όσο και της Ουκρανίας, εξέθεσαν τις υποκείμενες αδυναμίες και την ανθεκτικότητα των διατλαντικών δεσμών της Ευρώπης. Τώρα ο οικονομικός μήνας του μέλιτος μπορεί επίσης να φτάνει στο τέλος του, ειδικά εάν η Κίνα παραμείνει εκτός των μεγάλων εμπορικών συμφωνιών, συμπεριλαμβανομένων της Trans-Pacific Partnership και της Transatlantic Trade and Investment Partnership και εάν τα χαμηλότερα ποσοστά ανάπτυξης και η μεταβλητότητα της αγοράς γίνουν ο κανόνας...
Πηγή: Premium.paratiritis.gr