Friedman: Η Γερμανία δεν φοβάται το Grexit αλλά τους δασμούς!

Το ζήτημα που πρέπει να απασχολεί την Ευρώπη δεν είναι το Grexit, αλλά το ελεύθερο εμπόριο και οι συνέπειές του, υποστηρίζει ο George Friedman. Τι θα συμβεί αν η Ελλάδα, φεύγοντας από τη ζώνη του ευρώ, αποφασίσει να επιβάλει δασμούς στα γερμανικά προϊόντα;

Friedman: Η Γερμανία δεν φοβάται το Grexit αλλά τους δασμούς!

Η ελληνική κρίση κλιμακώνεται. Και το θέμα είναι αρκετά απλό: Η κυβέρνηση της Ελλάδας χρωστάει πολλά χρήματα στους ευρωπαϊκούς θεσμούς και στο ΔΝΤ. Έχει συσσωρεύσει με το χρόνο ένα μεγάλο χρέος, το οποίο γίνεται όλο και δυσκολότερο να εξυπηρετηθεί. Εάν λοιπόν δεν πληρώσει τα ληξιπρόθεσμα χρέη της, τότε η Ευρώπη και το ΔΝΤ θα της αρνηθούν την παροχή περαιτέρω δανείων. Έτσι η χώρα πρέπει να ζυγίσει τα εξής: αν πληρώσει τα δάνεια εγκαίρως και λάβει επιπρόσθετη χρηματοδότηση, θα είναι καλύτερα από το να μην πληρώσει και να αποκοπεί από περαιτέρω δάνεια;

Προφανώς, η ερώτηση είναι πιο πολύπλοκη. Δεν είναι ξεκάθαρο ότι, αν οι Έλληνες αρνηθούν να πληρώσουν, θα αποκοπούν από περαιτέρω δάνεια. Κατά πρώτον, η άλλη πλευρά μπορεί να μπλοφάρει, όπως έκανε και στο παρελθόν. Κατά δεύτερον, αν τελικά πληρώσουν το επόμενο δάνειο και πάρουν την επόμενη δόση, μήπως αυτό απλώς αναβάλει το πρόβλημα, που είναι ότι το ελληνικό χρέος με αυτή τη δομή δεν είναι βιώσιμο; Σε έναν κόσμο όπου υπάρχει η Αργεντινή και οι American Airlines, έχουμε μάθει ότι η χρεοκοπία δε συνοδεύεται κατ’ ανάγκην από την έλλειψη πρόσβασης στις αγορές.

Ας πάρουμε το παράδειγμα της Ουγγαρίας που ποτέ δεν μπήκε στο ευρώ, ενώ το νόμισμά της, το φιορίνι, έχανε με τον καιρό συνεχώς σε αξία. Κατά συνέπεια, όσοι πολίτες είχαν πάρει στεγαστικά δάνεια σε άλλο νόμισμα ήταν πλέον αδύνατον να πληρώσουν τις ευρωπαϊκές τράπεζες κι έτσι, μέσω ενός πολύπλοκου σχεδίου, η ουγγρική κυβέρνηση ανακοίνωσε ότι αυτά τα δάνεια θα αποπληρωθούν σε φιορίνια. Οι τράπεζες πάνω-κάτω αποδέχτηκαν τους όρους και οι Eυρωπαίοι, μετά από κάποιες μουρμούρες, τελικά συμφώνησαν και αυτοί.

Μια τέτοια στρατηγική μεταφρασμένη σε ελληνικούς όρους θα σήμαινε ότι η Ελλάδα θα τύπωνε δραχμές και θα ανακοίνωνε -και όχι «θα πρότεινε»- ότι το χρέος θα πληρωθεί σε αυτό το νόμισμα. Το ευρώ θα μπορούσε να κυκλοφορεί στην Ελλάδα ως νόμιμο μέσο συναλλαγών, αλλά η κυβέρνηση θα αποπλήρωνε τα χρέη της σε δραχμές.

Τα βαθύτερα ερωτήματα

Σε συζητήσεις αυτού του τύπου βασικό θέμα είναι εύλογα αν η χώρα θα παραμείνει ή θα φύγει από το ευρώ. Ωστόσο, υπάρχουν δύο ακόμα πιο θεμελιώδη ζητήματα: Είτε μέσα είτε έξω από το ευρώ, πώς η Ελλάδα θα αποπληρώσει τα δάνειά της, δίχως να προκαλέσει κοινωνικό χάος; Το δεύτερο και ακόμα πιο σημαντικό ερώτημα είναι πώς θα ξαναδώσει πνοή στην οικονομία της; Το να βολοδέρνει από δόση σε δόση, από απειλές των Γερμανών και του ΔΝΤ και πάλι σε απειλές των Γερμανών και του ΔΝΤ, ίσως και να φαίνεται διασκεδαστικό από απόσταση. Αλλά δε λύνει το πρόβλημα, καθώς τόσο η ίδια όσο και άλλες χώρες δεν μπορούν να υφίστανται ως κανονικές, συμπαγείς και συνεκτικές κρατικές οντότητες υπό αυτές τις συνθήκες και η ευρωπαϊκή ιστορία αποδεικνύει ότι μια τόσο μακρά οικονομική δυσλειτουργία οδηγεί σε πολιτικό εξτρεμισμό και σε αστάθεια.

Στην εποχή μας, τα οικονομικά ζητήματα μετατρέπονται όλο και περισσότερο σε ηθικά. Οι πιστωτές κατηγορούν την Ελλάδα για ανευθυνότητα. Οι Γερμανοί πιστεύουν ότι οι Έλληνες προσπαθούν να εκμεταλλευτούν την καλή τους την καρδιά, ενώ το ΔΝΤ έχει πλέον θεσμοθετήσει τη θυσία όχι μόνο ως οικονομικό φάρμακο αλλά κι ως ηθικό προαπαιτούμενο. Αυτή η στάση των πιστωτών είναι βέβαια καλά υπολογισμένη από την πλευρά τους, διότι αν τα πράγματα χαλαρώσουν με την Ελλάδα, τι θα γίνεται αν π.χ. και η Ιταλία ζητήσει την ίδια αντιμετώπιση;

Από την άλλη μεριά, η ελληνική κυβέρνηση έχει να υπολογίσει δύο ζητήματα: Πρώτον, θα ήταν καλύτερο να καλύψει την επόμενη αποπληρωμή ή να κηρύξει πτώχευση; Και δεύτερον, αν συμπεριφερθεί σαν τα προηγούμενα «ευρωκρατούμενα» κόμματα εξουσίας, μήπως στο μέλλον απλώς θα διασπαστεί και θα ηττηθεί από ένα καινούριο κόμμα; 

Το μέλλον του ελεύθερου εμπορίου

Όμως, το πιο θεμελιώδες ζήτημα δεν αφορά ούτε το ευρώ ούτε τις συνέπειες πιθανής ελληνικής χρεοκοπίας. Το βασικό θέμα είναι το μέλλον της ευρωπαϊκής ζώνης ελεύθερου εμπορίου. Κι αυτό γιατί βασική υπόθεση πίσω από την ευρωπαϊκή ενοποίηση είναι η ιδέα ότι το ελεύθερο εμπόριο είναι προς όφελος όλων. Αν αυτή η υπόθεση είναι εσφαλμένη, ή τουλάχιστον όχι πάντα αληθής, τότε ολόκληρο το οικοδόμημα της Ευρωπαϊκής Ένωσης τίθεται εν αμφιβόλω, και το ερώτημα ευρώ ή δραχμή μπροστά σε αυτό δεν είναι παρά μια απλή υποσημείωση.

Η ιδέα ότι το ελεύθερο εμπόριο είναι ωφέλιμο για όλες τις πλευρές προέρχεται από μια θεωρία του David Ricardo, κλασικού της οικονομικής θεωρίας, του οποίου το δοκίμιο για το «συγκριτικό πλεονέκτημα» εκδόθηκε το 1817. Το συγκριτικό πλεονέκτημα επιτρέπει σε κάθε κράτος να αναπτύσσει την παραγωγή και την εξαγωγή αυτών των αγαθών στα οποία έχει κάποια υπεροχή, που εκφράζεται σε κέρδη. Ακόμα κι αν ένα κράτος έχει μία ευρεία γκάμα πλεονεκτημάτων, το να επικεντρώνεται στα μεγαλύτερα από αυτά θα φέρει περισσότερο όφελος. Καθώς λοιπόν οι χώρες επωφελούνται στο μέγιστο από τα μεγαλύτερα πλεονεκτήματά τους, αφήνουν τα υπόλοιπα αγαθά σε όσες αυτά αποτελούν δικό τους συγκριτικό πλεονέκτημα.

Προφανώς και αυτή είναι μια επιφανειακή εξήγηση της θεωρίας του συγκριτικού πλεονεκτήματος. Όπως και να 'χει όμως, αυτή είναι η θεωρία που έχει οδηγήσει στο ελεύθερο εμπόριο γενικά, και ειδικότερα σε αυτό που συμβαίνει εντός της Ε.Ε.

Αν μάλιστα εξετάσουμε πιο προσεκτικά το παραπάνω, θα δούμε ότι ο νόμος του συγκριτικού πλεονεκτήματος δε σημαίνει ότι κάθε χώρα θα φέρει το ίδιο καλά αποτελέσματα. Σημαίνει απλώς ότι, δεδομένων των γεωγραφικών ορίων και της εκπαίδευσής της, κάθε χώρα θα κάνει ό,τι καλύτερο μπορεί. Και υπό αυτήν την έννοια η θεωρία του Ρικάρντο εκτός από θεωρητικό θεμέλιο του ελεύθερου εμπορίου αποτελεί και το βασικό πρόβλημα της Ε.Ε.

Η θεωρία δεν είναι, κατά την άποψή μου, λάθος. Είναι όμως ανεπαρκής, διότι βλέπει τα κράτη (ή τις επιχειρήσεις) ως ομοιογενείς οντότητες και όχι ως σύνθετες πραγματικότητες από ξεχωριστά και αποκλίνοντα συμφέροντα. Έτσι, προκύπτουν τρία προβλήματα με βάση τις ισχύουσες προϋποθέσεις της θεωρίας:

Το πρώτο είναι ο χρόνος. Κάποια πλεονεκτήματα εκδηλώνονται γρήγορα και κάποια παίρνουν πολύ χρόνο. Ανάλογα με την αξία του πλεονεκτήματος κάποιες χώρες είναι ή θα γίνουν εξαιρετικά πλούσιες από το ελεύθερο εμπόριο και μάλιστα με ταχύ ρυθμό. Κάποιες άλλες δε θα τα πάνε τόσο καλά και μπορεί να χρειαστούν περισσότερο χρόνο.

Από οικονομική σκοπιά, αυτό μπορεί να εξακολουθεί να αποτελεί τη βέλτιστη στρατηγική ανάπτυξης για όλους, αλλά από ένα ευρύτερο πρίσμα η χρονική αυτή απόσταση δημιουργεί τα δύο επόμενα προβλήματα της θεωρίας του συγκριτικού πλεονεκτήματος. Το ένα είναι οι γεωπολιτικές συνέπειες. Η οικονομική δύναμη δεν είναι η μόνη δύναμη που υπάρχει και οι χωριστοί ρυθμοί οικονομικής ανάπτυξης δημιουργούν τόσο πολιτική όσο και στρατιωτική δύναμη. Αυτή με τη σειρά της μπορεί, σε συνδυασμό με το οικονομικό πλεονέκτημα, να χρησιμοποιηθεί για να εξαναγκάσει κάποια κράτη όχι μόνο σε υποδεέστερες θέσεις, αλλά και σε καταστάσεις όπου το μικρό τους ανταγωνιστικό πλεονέκτημα γίνεται ακόμα μικρότερο.

Το τελευταίο πρόβλημα είναι η εσωτερική διανομή του πλούτου. Τα κράτη δεν είναι αυτοφυείς, ανεξάρτητες οντότητες. Αποτελούνται από αυτόνομα ανθρώπινα όντα που επιδιώκουν τα συμφέροντά τους. Δεν υπάρχει λοιπόν καμία εγγύηση ότι ο παραγόμενος πλούτος θα διανεμηθεί δίκαια και όχι με ακραίες διακρίσεις μεταξύ των μελών μιας κοινωνίας. Αυτό βρίσκεται εκτός του πεδίου του νόμου του συγκριτικού πλεονεκτήματος κι έτσι ο νόμος δεν υπολογίζει τις συνέπειες της ανισότητας αυτής.

Παραβαίνοντας το νόμο του συγκριτικού πλεονεκτήματος

Αν εξετάσουμε τώρα την Ε.Ε., η θεμελιώδης προκείμενή της είναι ότι αν κάθε κράτος αναπτύξει τα συγκριτικά του πλεονεκτήματα θα μεγιστοποιήσει τις δυνατότητές του. Αυτό θα πει ότι κάθε χώρα θα εξάγει αυτό που η ίδια παράγει καλύτερα, και θα εισάγει τα αγαθά που οι άλλοι παράγουν αποτελεσματικότερα. Όμως το «καλύτερα» εδώ είναι σε σχέση με τη λοιπή εγχώρια παραγωγή. Το ότι μια χώρα κάνει κάτι πιο καλά από κάτι άλλο στο εσωτερικό της δε σημαίνει ασφαλώς ότι το κάνει καλύτερα και από όλες τις άλλες χώρες. Αυτό που μας λέει η θεωρία είναι ότι απλώς το κάνει καλύτερα από άλλα προϊόντα κι ότι από αυτό θα προέλθει εν καιρώ ο πλούτος της.

Το πρόβλημα τώρα είναι ότι αυτό το «εν καιρώ» μπορεί να πάρει γενιές για να αποδώσει κάποιο σημαντικό αποτέλεσμα. Έτσι, η Γερμανία π.χ. βλέπει τα πλεονεκτήματά της να αποδίδουν γρηγορότερα από την Ελλάδα. Και καθώς η οικονομική δύναμη μπορεί να μετατραπεί σε πολλές άλλες δυνατότητες, η δύναμη της Γερμανίας περιορίζει τις πρακτικές δυνατότητες της Ελλάδας. Επιπλέον, όποιο πλεονέκτημα κι αν έχουν οι Έλληνες, αυτό διανέμεται άνισα.

Όλα αυτά ισχύουν στην περίπτωση που ο νόμος του συγκριτικού πλεονεκτήματος λειτουργεί όπως θα έπρεπε. Όμως στην Ευρώπη δεν λειτουργεί! Κι αυτό γιατί η Γερμανία αναγκάζεται από τις εσωτερικές οικονομικές της ανάγκες να επιδιώκει εξαγωγές όχι μόνο σε αυτά τα αγαθά τα οποία παράγει καλύτερα στο εσωτερικό, αλλά και σε αυτά τα οποία παράγει καλύτερα από άλλες χώρες γενικά, έστω κι αν δεν είναι κατ’ ανάγκην τα κορυφαία της προϊόντα. Κι εφόσον η Γερμανία είναι αποτελεσματική σε πολλούς τομείς, έχει πλεονεκτήματα σε πολλά προϊόντα, γεγονός το οποίο εκμεταλλεύεται με τις εξαγωγές της. Συνέπεια, έχει ένα ποσοστό εξαγωγών πάνω από 50% του ΑΕΠ της. Η θεωρία του συγκριτικού πλεονεκτήματος λέει ότι η χώρα θα θέλει να εξάγει αυτό που παράγει πιο αποτελεσματικά από οτιδήποτε άλλο. Αντί αυτού, η Γερμανία εξάγει κάθε προϊόν που μπορεί να εξάγει ανταγωνιστικά, άσχετα με το αν αυτό έχει ένα σχετικό πλεονέκτημα στο εσωτερικό.

Για να το πούμε λοιπόν πιο απλά: η Γερμανία δεν ακολουθεί το νόμο του ανταγωνιστικού πλεονεκτήματος. Αυτό δεν είναι ηθική μομφή. Η Γερμανία κάνει αυτό που την εξυπηρετεί καλύτερα.

Το συγκριτικό πλεονέκτημα και το ελληνικό ζήτημα

Αποτέλεσμα της οικονομικής ισχύος της Γερμανίας είναι ότι η Ελλάδα της χρωστάει χρήματα. Η Ελλάδα δεν μπορεί να κατηγορηθεί ηθικά για αυτό όπως κι η Γερμανία δεν πρέπει να κατηγορείται για το γεγονός ότι μεγιστοποιεί τις εξαγωγές της μειώνοντας τα περιθώρια εξαγωγών της Ελλάδας, προκαλώντας της μια μακρόχρονη δυσλειτουργία. Η γερμανική υπεροχή αυτοτροφοδοτείται.

Αξίζει ωστόσο να σημειωθεί ότι η Γερμανία δεν λειτούργησε χωρίς προστατευτισμό μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Μάλιστα προστάτεψε τις επανακάμπτουσες βιομηχανίες της από τον αμερικανικό ανταγωνισμό. Οι ΗΠΑ, ένας οικονομικός κολοσσός που εξάγει ένα σχετικά μικρό ποσοστό της παραγωγής της, ήταν επίσης ιδιαίτερα προστατευτικές κατά το 19o αιώνα. Και το ίδιο έκανε και το Ηνωμένο Βασίλειο με δασμούς, προκειμένου να προστατέψει τις αγορές της αυτοκρατορίας του. Η Ελλάδα δεν έχει καμία τέτοια προστασία.  

Η θεωρία του συγκριτικού πλεονεκτήματος είναι γενικά αληθής, αλλά δεν λαμβάνει υπόψη της τις χρονικές ανισορροπίες, τις γεωπολιτικές συνέπειες των χρονικών καθυστερήσεων και τις κοινωνικές ανισότητες στη διανομή των κερδών. Είναι αληθής, αλλά όχι πλήρης. Αυτός είναι κι ο λόγος που η Ε.Ε. πάσχει από τεράστιες ανισότητες στο ρυθμό με τον οποίο τα κράτη συσσωρεύουν πλούτο, έχει κράτη που δε συμπεριφέρονται όπως προβλέπει η θεωρία και δημιουργεί γεωπολιτικές ανισορροπίες εξωτερικά και κοινωνικές ανισορροπίες εσωτερικά. Δεν είναι ότι το ελεύθερο εμπόριο δεν λειτουργεί. Είναι ότι έχει ακούσιες συνέπειες.

Γι’ αυτό και θα έλεγα ότι οι υπέρμετρες συναισθηματικές αντιδράσεις για το χρέος της Ελλάδας και το μέλλον του ευρώ παραβλέπουν το πραγματικό ζήτημα. Το θεμελιώδες πρόβλημα της Ε.Ε. είναι ότι οι συνέπειες του ελεύθερου εμπορίου δεν είναι πάντα θετικές. Δεν είναι εύκολο να φανταστεί κανείς πώς η Ελλάδα θα ανακάμψει δίχως προστατευτικές ρυθμίσεις, τις οποίες εφάρμοσαν η Γερμανία και οι ΗΠΑ στην πρώιμη περίοδο ανάπτυξής τους. Και επειδή τα κράτη κάνουν αυτό που πρέπει να κάνουν, το ζήτημα δεν είναι το ευρώ, αλλά το ελεύθερο εμπόριο.

Αυτός είναι ο φόβος κι ο τρόμος της Γερμανίας. Είναι ένα κράτος που εξάγει όσο καταναλώνει και το μισό αυτών των εξαγωγών κατευθύνεται στην ευρωπαϊκή ζώνη ελεύθερου εμπορίου. Περισσότερο από τον καθένα, η Γερμανία χρειάζεται τη ζώνη του ελεύθερου εμπορίου για την ευμάρειά της. Κι αυτός είναι ο λόγος που, όσο κι αν φωνάζουν οι Γερμανοί, αυτό που φοβούνται δεν είναι το Grexit, αλλά η επαναφορά των δασμών. Η Ε.Ε. ήδη επιτρέπει σημαντικές επιδοτήσεις και δασμούς στα αγροτικά προϊόντα. Εάν επιτρέψει ευρύτερους δασμούς για την Ελλάδα, πού θα σταματήσει αυτό;

Το ελεύθερο εμπόριο μπορεί να είναι θαυμάσιο, αλλά και καταστροφικό, ανάλογα με τις περιστάσεις, και κάποιες φορές μπορεί να είναι και τα δύο την ίδια στιγμή.  

ΣΧΟΛΙΑ ΧΡΗΣΤΩΝ

blog comments powered by Disqus
v