Η Πέμπτη ήταν μια μνημειώδης ημέρα για την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα. Οι traders σε όλη την Ευρώπη αγαλίασαν καθώς άνοιξαν τελικά οι κάνουλες και ο πρόεδρος της ΕΚΤ Μάριο Ντράγκι ανακοίνωσε την πολυαναμενόμενη απόφαση να προχωρήσει σε ποσοτική χαλάρωση, μια πολιτική αγοράς κρατικών ομολόγων που στόχο έχει να τονώσει τον πληθωρισμό στην ευρωζώνη.
Η απόφαση είναι αναμφίβολα μια εξαιρετική είδηση για τους επενδυτές, που είναι πιθανό να δουν τις τιμές των assets να αυξάνονται μετά από αυτήν την τεράστια ένεση ρευστότητας. Ωστόσο, οι πολιτικοί σε όλη την Ευρώπη βλέπουν την εξέλιξη αυτή με λίγο μεγαλύτερη θλίψη: διότι κρυμμένες κάπου στην ανακοίνωση, είναι οι αποδείξεις ότι η Γερμανία αποδυναμώνει την προσήλωση στο ευρωπαϊκό project.
Από καθαρά οικονομικής απόψεως, ο Ντράγκι έδωσε σχεδόν όλα όσα θα μπορούσαν να ζητήσουν οι αγορές. Στα 1,1 τρισ. ευρώ, το πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης είναι υπερδιπλάσιο του αναμενόμενου. Και το καλύτερο, ο επικεφαλής της ΕΚΤ άφησε να εννοηθεί ότι η δέσμευση της Τράπεζας για επίτευξη του στόχου του 2% για τον πληθωρισμό είναι απεριόριστη και πως θα συνεχίσει να αγοράζει ομόλογα μέχρις ότου τον πετύχει. Ο άνθρωπος που φημίζεται για την διάσωση της ευρωζώνης το 2012, τώρα θα πράξει την περίφημη υπόσχεσή του να κάνει «ότι χρειαστεί», για όσο χρειαστεί.
Δεδομένης της οικονομικής βαρύτητας της απόφασης αυτής, γιατί περίμενε η ΕΚΤ πρώτα να διολισθήσει η ευρωζώνη σε αποπληθωρισμό και μετά να την εφαρμόσει; Μέσα στην απάντηση στο ερώτημα αυτό, βρίσκεται το σφάλμα στο σχέδιο του Ντράγκι, και η θυσία που έπρεπε να κάνει προκειμένου να πετύχει τον στόχο του πληθωρισμού, που είναι η πρωταρχική του ευθύνη ως πρόεδρος της ΕΚΤ. Διότι η χθεσινή ανακοίνωση αποκάλυψε επίσης πως το 80% των ομολόγων δεν θα αγοραστούν από την ΕΚΤ, αλλά από τις εθνικές κεντρικές τράπεζες, που η κάθε μια θα αγοράζει τα ομόλογα της δικής της χώρας και θα επωμίζεται ξεχωριστά το ρίσκο χρεοκοπίας.
Αν και αυτή η ασυνήθιστη διατύπωση θα έχει μικρή επίπτωση στην αποτελεσματικότητα της ποσοτικής χαλάρωσης, ωστόσο το πολιτικό μήνυμα που στέλνει είναι απόλυτα αρνητικό: αν τα πράγματα δεν πάνε καλά, ο καθένας θα πρέπει να κάνει τα κουμάντα του μόνος του. Αυτό το μήνυμα είναι μια αλλαγή κατεύθυνσης για την ευρωζώνη. Από τη σύλληψη του προδρόμου της ΕΕ το 1951, το «σύμβολο» της Ευρωπαϊκής Ένωσης ήταν «μια ακόμα στενότερη ένωση», όπου σφίγγονται διαρκώς οι δεσμοί που συνδέουν τα έθνη, μέχρις ότου δημιουργηθούν οι Ηνωμένες Πολιτείες της Ευρώπης. Η απόφαση του Ντράγκι να διαχωρίσει τα ρίσκα για τα ευρωπαϊκά κράτη, είναι μια αποφασιστική στιγμή, αφού σηματοδοτεί την αντιστροφή της δυναμικής για μεγαλύτερη ένωση.
Το 2005 οι ευρωπαίοι ψηφοφόροι απέρριψαν τη Συνθήκη η οποία θα δημιουργούσε ένα Σύνταγμα για την μελλοντική ένωση. Ήταν ένα εμπόδιο και μια παύση στην πορεία της προόδου, όμως η ιδέα του Συντάγματος θα μπορούσε να επαναφερθεί κάποια στιγμή αργότερα. Η κίνηση για τον διαχωρισμό των κινδύνων των κρατών της ευρωζώνης, αντιθέτως, είναι ένα βήμα προς τα πίσω. Είναι μια ακύρωση των προηγούμενων που δημιουργήθηκαν κατά την κρίση του 2011-2012, όπου οι χώρες συγκέντρωσαν πόρους για να βοηθήσουν άλλα κράτη μέλη, και στην οποία η υπόσχεση του «ότι χρειαστεί» υποδήλωνε πως η ΕΚΤ στήριζε όλα τα ομόλογα της ευρωζώνης. Τώρα, οι ευρωπαίοι κάνουν ένα ακόμα βήμα προς την απομάκρυνση του ενός κράτους από το άλλο.
Πως έγινε όμως αυτό; Τι ανάγκασε τον Ντράγκι να υιοθετήσει μια δομή που υπονομεύει το ευρωπαϊκό project κατ' αυτόν τον τρόπο; Η απάντηση στο ερώτημα αυτό, είναι η Γερμανία. Για τους τελευταίους 12 τουλάχιστον μήνες, η γερμανίδα καγκελάριος Άνγκελα Μέρκελ και ο επικεφαλής της Bundesbank Γιενς Βάιντμαν εξέφραζαν την κοινή τους άποψη ότι η ποσοτική χαλάρωση θα ήταν κακή για τη Γερμανία διότι θα περιελάμβανε την δαπάνη χρημάτων της ΕΚΤ (από τα οποία η Γερμανία προσφέρει το 17%) για χώρες της ευρωπεριφέρειας – και θα άφηνε τους Γερμανούς να επωμιστούν ένα μεγάλο μέρος του 'λογαριασμού' στην περίπτωση χρεοκοπίας.
Όταν έγινε σαφές ότι επίκειται αποπληθωρισμός, λόγω της «βουτιάς» των παγκόσμιων τιμών του πετρελαίου, οι Γερμανοί κατάλαβαν ότι θα είναι απαραίτητος ένας συμβιβασμός. Μάλιστα, ο ίδιος ο Βάιντμαν ήταν αυτός που τον Δεκέμβριο άρχισε πρώτος να μιλά δημόσια για μια λύση παρόμοια με αυτήν που ανακοινώθηκε χθες το μεσημέρι. Στις 14 Ιανουαρίου, ο Ντράγκι είχε κατ' ιδίαν συνάντηση με την Μέρκελ, υποθέτουμε για να εξασφαλίσει τις «ευλογίες» της για το σχέδιο, και φαίνεται βέβαιο πως τελικά τις πήρε. Η Μέρκελ είπε «ναι» σε ένα σχέδιο που θα χαλάρωνε τους δεσμούς που δένουν την ευρωζώνη, επιλέγοντας αυτό το σχέδιο αντί ενός μοντέλου αμοιβαιοποίησης του ρίσκου, το οποίο –αν και δεν θα ήταν ελκυστικό για τους Γερμανούς συμπατριώτες της- θα έφερνε πιο κοντά τις χώρες της Ευρώπης.
Η αδυναμία στη δομή της Ευρώπης πήγαζε πάντα από το γεγονός ότι τελικά, κάθε έθνος βάζει τα δικά του συμφέροντα πάνω από τα συμφέροντα της Ευρώπης. Το 2009 η Ελλάδα αποκάλυψε ότι παραποιούσε τα επίσημα στοιχεία της για αρκετά χρόνια, επιτρέποντας στους πολίτες της να ζήσουν μια πιο άνετη ζωή και αφήνοντας τα προβλήματα για αργότερα. Αυτή η αποκάλυψη ήταν η αρχή μια οικονομικής κρίσης, η οποία κατέληξε στην κρίση κρατικών ομολόγων του 2012.
Το 2014 η Γαλλία και η Ιταλία απέτυχαν να συμμορφωθούν με το Σύμφωνο Ανάπτυξης και Σταθερότητας, αφού δυσκολεύτηκαν να συμμορφωθούν με τις απαιτήσεις της Κομισιόν για τους προϋπολογισμούς λόγω των εγχώριων πολιτικών περιορισμών τους. Η απροθυμία της Κομισιόν να επιβάλει πειθαρχία στους «παραβάτες» έχει ως αποτέλεσμα την υπονόμευση της αξιοπιστίας της.
Δεν είναι κάτι καινούριο μια χώρα να βάζει τη δική της ευημερία πάνω από την συλλογική ευημερία, ή οι θεσμοί της Ευρωπαϊκής Ένωσης να υπονομεύονται από τα ίδια της τα μέλη. Αυτό που είναι καινούριο αυτή τη φορά, είναι πως τα προβλήματα προέρχονται από τη Γερμανία, την μεγαλύτερη οικονομία της Ευρώπης και ιστορικά τον μεγαλύτερο παραβάτη της.
Η Γερμανία απέδειξε πως, όπως και τα άλλα μέλη της ευρωζώνης, είναι πρόθυμη να εγκαταλείψει το καλό της Ένωσης για να προστατέψει τα δικά της συμφέροντα. Με τον τρόπο αυτό, όμως, έχει αντιστρέψει τη δυναμική της ενοποίησης της ευρωζώνης –ενός βραδυκίνητου θηρίου που θα είναι δύσκολο να στρέψει και πάλι την πορεία του.