Υπάρχει μια όμορφη σκηνή στην τελευταία ταινία του Κώστα Γαβρά «Το Κεφάλαιο». Σε ένα οικογενειακό δείπνο, ο διευθύνων σύμβουλος μιας μεγάλης γαλλικής τράπεζας καυγαδίζει με τον θείο του, έναν Αριστερό του 1968, ο οποίος κατηγορεί τον ανιψιό του ότι χρεώνει τους Ευρωπαίους πολίτες και καταστρέφει χώρες. Ο νεαρός τραπεζίτης απαντά: «Μα θα έπρεπε να χαίρεσαι». «Γιατί;» ρωτάει σαστισμένος ο θείος. «Διότι εκπληρώνω τα παιδικά σου όνειρα». «Τα παιδικά μου όνειρα;». «Εσείς οι Αριστεροί θέλατε διεθνισμό, και την έχουμε. Το χρήμα δεν γνωρίζει σύνορα».
Ωστόσο, σύμφωνα με την Guardian, φαίνεται πως ο παγκόσμιος χρηματοοικονομικός κλάδος μπορεί να βρίσκεται κοντά στο να χάσει αυτήν την ελευθερία και σύντομα να έρθει αντιμέτωπος με ορισμένα όρια - αν τουλάχιστον πιστέψουμε τις τελευταίες δημοσκοπήσεις από την Ισπανία, την Ελλάδα και τη Σλοβενία.
Οι δημοσκοπήσεις αυτές δείχνουν ότι το Podemos πλέον προηγείται στην Ισπανία. Το νεότερο από τα νέα αριστερά κόμματα στην Ευρώπη δεν υπήρχε καν πριν από εννέα μήνες, αν όμως διενεργούνταν σήμερα γενικές εκλογές θα λάμβανε το 27% των ψήφων.
Στην Ελλάδα, ο ΣΥΡΙΖΑ είναι το δημοφιλέστερο κόμμα, με προβάδισμα 11% έναντι της Νέας Δημοκρατίας. Αν διενεργούνταν πρόωρες εκλογές τον Φεβρουάριο, δεν υπάρχει σχεδόν καμία αμφιβολία ότι επιτέλους θα μπορούσε να σχηματίσει κυβέρνηση.
Και στη Σλοβενία, η Ενωμένη Αριστερά (Združena levica), είναι το τρίτο δημοφιλέστερο κόμμα. Όπως το Podemos, ιδρύθηκε μόλις λίγους μήνες πριν από τις τελευταίες ευρωεκλογές και έχει τη στήριξη άλλων αριστερών κομμάτων της Ευρώπης, όπως ο ΣΥΡΙΖΑ.
Αν και οι δημοσκοπήσεις αυτές δημιουργούν ελπίδες για μια αναγκαία αλλαγή στην ευρωπαϊκή πολιτική, όλα αυτά τα αριστερά κόμματα έχουν να αντιμετωπίσουν τουλάχιστον δύο προκλήσεις για να διατηρήσουν τη μαζική υποστήριξη του λαού.
Σύμφωνα με την Guardian, η πρώτη πρόκληση, συνοπτικά, είναι το ζήτημα της οργάνωσης. Αν και όλα αυτά τα κόμματα προέκυψαν από τα κινήματα διαμαρτυρίας, η αυξανόμενη δημοτικότητά τους βασίζεται σε μεγάλο βαθμό στους χαρισματικούς ηγέτες τους -τον Αλέξη Τσίπρα (ΣΥΡΙΖΑ), τον Pablo Iglesias (Podemos) και τον Luka Mesec (Združena levica).
Αν και το σύνθημα των κινημάτων της «άμεσης δημοκρατίας» είναι «αυτή η επανάσταση δεν θα έχει πρόσωπο», το αναγνωρίσιμο πρόσωπο είναι ακριβώς αυτό που βοήθησε στην επιτυχία των νέων αριστερών κομμάτων. Η πρόκληση που τώρα αντιμετωπίζουν είναι το πώς θα γεφυρώσουν το χάσμα μεταξύ της «άμεσης δημοκρατίας» και της «κομματικής πολιτικής». Πώς θα ξεπεράσουν αυτό το παραδοσιακό πρόβλημα όλων των αριστερών κομμάτων και θα θέσουν σε εφαρμογή -στο πλαίσιο της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας- την αρχή της «ριζοσπαστικής δημοκρατίας».
Δεν είναι η πρώτη φορά που η Αριστερά βρίσκεται σε αυτό το επικίνδυνο σταυροδρόμι. Είναι αυτό που ο ηγέτης του γερμανικού φοιτητικού κινήματος Rudi Dutschke το 1967 χαρακτήρισε «μακρύ δρόμο που περνά μέσα από τους θεσμούς» - που είχε ως αποτέλεσμα την ίδρυση του γερμανικού κόμματος των Πρασίνων 13 χρόνια αργότερα. Αποτελεί πράγματι έκπληξη που Joschka Fischer, ένας από τους ηγέτες των Πρασίνων και Αριστερός του '68, θεωρεί τώρα τον Τσίπρα «πολύ επικίνδυνο» διότι είναι πιθανό «να στρέψει και άλλες χώρες στους επικίνδυνους δρόμους της Αριστεράς» κάτι που θα ήταν «μοιραίο για την Ε.Ε.».
Η δεύτερη μεγάλη πρόκληση αφορά το θέμα του κράτους. Όσο πιο κοντά έρχονται τα κόμματα της Αριστεράς στην εξουσία, τόσο πιο πολλές κατηγορίες ακούμε ότι δεν είναι πλέον αρκετά ριζοσπαστικά. Όσο μεγαλύτερη είναι η πιθανότητα να σχηματίσουν νέες κυβερνήσεις, τόσο πιο πολύ κατηγορούνται ότι είναι «σοσιαλδημοκρατικά». Και φαίνεται πως οι σοσιαλδημοκράτες έχουν γίνει και πάλι οι κακοί λύκοι.
Τα νέα κόμματα της Αριστεράς έρχονται αντιμέτωπα με την ακόλουθη αντίφαση: αν και γνωρίζουν πολύ καλά ότι το κοινωνικό κράτος ήταν το αποτέλεσμα του ιστορικού συμβιβασμού μεταξύ της εργατικής τάξης και του κεφαλαίου, είναι αναγκασμένα να αγωνιστούν για το κοινωνικό κράτος, διότι είναι η τελευταία ασπίδα για το σύστημα υγείας, την παιδεία, τις συντάξεις και την κοινωνική ασφάλιση. Έτσι, το ερώτημα είναι πώς να αποφευχθούν τα λάθη των Πρασίνων και πώς να διατηρηθεί το κοινωνικό κράτος χωρίς να πέσουν στην παγίδα της ενίσχυσης του καπιταλισμού.