Τελικά η Ευρώπη αποδεικνύεται ανήμπορη να χαράξει μία ενιαία στρατηγική που θα τη βγάλει από το αδιέξοδο. Σήμερα, το μεγαλύτερο πρόβλημα της ευρωπαϊκής οικονομίας -και κυρίως των χωρών του νότου- είναι η πιστωτική ασφυξία.
Παρόλα αυτά όμως, Βρυξέλλες, Φρανκφούρτη και Βασιλεία, το τρίγωνο όπου βρίσκονται τα κέντρα αποφάσεων για την οικονομική πολιτική, λειτουργούν χωρίς συντονισμό και λαμβάνουν αποφάσεις που πολλές φορές έρχονται σε σύγκρουση μεταξύ τους, ενώ άλλες ακυρώνουν η μία την άλλη.
Για παράδειγμα, η ΕΚΤ απο τη Φρανκφούρτη στις αρχές Ιουνίου, προχώρησε στην περαιτέρω μείωση του βασικού επιτοκίου και στην επιβολή τιμωρητικού επιτοκίου για τα τραπεζικά διαθέσιμα που «παρκάρουν» οι εμπορικές τράπεζες στην ΕΚΤ. Με τον τρόπο αυτό, ο Ευρωπαίος κεντρικός τραπεζίτης προσβλέπει στην υπέρβαση της πιστωτικής κρίσης, αφού θα αναγκάσει τις ευρωπαϊκές τράπεζες να αυξήσουν τις χρηματοδοτήσεις προς τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, οι οποίες έχουν πληγεί από την οικονομική κρίση.
Απο την άλλη πλευρά όμως, η συμφωνία της "Βασιλεία ΙΙΙ", που καθορίζει τους κανόνες για την κεφαλαιακή επάρκεια των τραπεζών, έχει ορίσει αυστηρότερα κριτήρια τα οποία θα πρέπει να πληρούν τα ευρωπαϊκά πιστωτικά ιδρύματα, ώστε στις αξιολογήσεις να πληρούν τις προϋποθέσεις που απαιτούνται προκειμένου να μη απαιτηθούν πρόσθετα κεφάλαια. Αυτό καθιστά τα ευρωπαϊκά πιστωτικά ιδρύματα ιδιαίτερα προσεκτικά αλλά και αυστηρά, στην αξιολόγηση των αιτημάτων για χρηματοδότηση. Και φυσικά, προτιμούν τις τοποθέτησεις που δεν θα υπονομεύουν την κεφαλαιακή τους επάρκεια, δηλαδή την ασφάλεια που προσφέρουν τα κρατικά ομόλογα από εκείνες που χαρακτηρίζονται... υψηλού μελλοντικού ρίσκου, δηλαδή τη χρηματοδότηση των επιχειρήσεων και των καταναλωτών που ενδεχομένως δεν θα είναι αργότερα σε θέση να εξυπηρετήσουν το χρέος τους.
Την ίδια στιγμή, οι κανόνες της δημοσιονομικής πειθαρχία που επιβάλλει η ΕΕ, στην πραγματικότητα αφαιρεί πόρους απο την οικονομία. Ο συνδυασμός της έλλειψης χρηματοδότησης με την αύξηση των φόρων και τη μείωση των δαπανών που απαιτούνται, προκειμένου να επιτευχθούν οι δημοσιονομικοί στόχοι του "συμφώνου σταθερότητας", οξύνουν ακόμα περισσότερο το πρόβλημα της χρηματοδότησης, τόσο της κατανάλωσης όσο και των επενδύσεων για το "ασθένεστερο" μεν, αλλά και το πιο δυναμικό κομμάτι της οικονομίας, δηλαδή τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις και τους καταναλωτές. Και φυσικά δεν θα πρέπει να αγνοήσει κανείς ότι η δημοσιονομική πολιτική σε συνδυασμό με τα ιστορικά χαμηλά επιτόκια που ακολουθείται, οδηγεί την Ευρώπη στο...τέλος των αποταμιεύσεων.
Στην πραγματικότητα, το πρόβλημα δεν είναι τόσο η έλλειψη πολιτικής, όσο οι αντιφατικές πολιτικές οι οποίες τις περισσότερες φορές ακυρώνουν η μία την άλλη. Και αυτή η αντίφαση διευρύνει ακόμα περισσότερο το χάσμα μεταξύ του ευρωπαϊκού βορρά και του ευρωπαϊκού νότου. Στη Γερμανία, μόνο των 1% των επιχειρήσεων αντιμετωπίζουν πιστωτικό πρόβλημα. Στην Ισπανία, το σχετικό ποσοστό υπερβαίνει το 25%. Στην Πορτογαλία, αντιμετωπίζει πρόβλημα η μία στις τρεις επιχειρήσεις.
Στον ευρωπαϊκό Νότο, οι «μικρομεσαίες επιχειρήσεις» είναι κατά πολύ μικρότερες από τις αντίστοιχες γερμανικές. Το ποσοστό των μικρών επιχειρήσεων στην Ισπανία ξεπερνά το 93%. Και ακριβώς αυτές οι επιχειρήσεις δεν είναι σε θέση να προσφέρουν εγγυήσεις στις τράπεζες προκειμένου να διασφαλίσουν δάνεια. Παράλληλα, διευρύνει το χάσμα μεταξύ των επιχειρήσεων που λειτουργούν στην ίδια αγορά, καθώς ενισχύει τις μεγάλες εθνικές επιχειρήσεις ή τις πολυεθνικές που έχουν πρόσβαση σε φθηνότερο χρήμα, σε σύγκριση με τις μικρομεσαίες.
Στην Ισπανία, το κόστος χρηματοδότησης των μικρομεσαίων επιχειρήσεων είναι πολλαπλάσιο σε σύγκριση με τις πολυεθνικές, ενώ ανάλογα προβλήματα αντιμετωπίζουν και οι μικρομεσαίοι σε Πορτογαλία και Ελλάδα.