Το City του Λονδίνου είναι το μεγαλύτερο χρηματοοικονομικό κέντρο στην Ευρώπη. Η αλήθεια είναι ότι προϋπήρχε της ένταξης της Βρετανίας στην Ε.Ε. Αν και η ευρωπαϊκή οικονομία δεν είχε τότε τη σημερινή της μορφή και δεν βασιζόταν τόσο στον χρηματοπιστωτικό τομέα, τα τραπεζικά στελέχη του Λονδίνου είχαν καταφέρει να επηρεάζουν τις εξελίξεις.
Μετά την ένταξη του Ηνωμένου Βασιλείου το 1973 στην τότε ΕΟΚ, το City αναβαθμίστηκε· όχι μόνο γιατί ήταν το προγεφύρωμα για τα εκτός Ευρώπης χρηματοπιστωτικά ιδρύματα που ήθελαν να προσεγγίσουν τη νέα κοινή αγορά, αλλά κυρίως επειδή επέτρεψε στις ευρωπαϊκές τράπεζες να συγκεντρώσουν τις δραστηριότητές τους στο Λονδίνο.
Το Center for European Reform, ένα think tank με μεγάλη επιρροή στο Westminster για τα ευρωπαϊκά ζητήματα, δημοσίευσε πρόσφατα μια έρευνα για τις επιπτώσεις πιθανής εξόδου της Βρετανίας από την Ε.Ε. στον χρηματοοικονομικό τομέα και στις δραστηριότητες του City.
Μετά το Μάαστριχτ και την ίδρυση της ΟΝΕ λίγα χρόνια αργότερα ήταν πολλοί οι Ευρωπαίοι αναλυτές που προέβλεπαν μαύρες μέρες για το City εάν το Ηνωμένο Βασίλειο αποφάσιζε να απορρίψει το ευρώ και να παραμείνει στη στερλίνα. Διαψεύστηκαν. Το χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο του Λονδίνου ανθεί έξω από το κοινό νόμισμα και φαίνεται να απορροφά τους κραδασμούς της παγκόσμιας κρίσης. Στη νέα στροφή που μπαίνουν οι βρετανοευρωπαϊκές σχέσεις με το δημοψήφισμα για την παραμονή ή όχι του Η.Β. στην Ε.Ε. που έχει αναγγείλει η κυβέρνηση Κάμερον, τίθεται πάλι το ζήτημα του αντίκτυπου στα τραπεζικά συμφέροντα που εκπροσωπούνται στο City.
Ποιες θα είναι οι συνέπειες ενός τέτοιου διαζυγίου;
Οι Βρετανοί ευρωσκεπτικιστές θεωρούν ότι, ακόμα και εκτός ευρωπαϊκού πλαισίου, το City θα καταφέρει να ανταποκριθεί στις προκλήσεις. Και αυτό λόγω των τεράστιων ρευστών κεφαλαίων που κατέχει, των νομικών διευκολύνσεων που απολαμβάνει και των ιστορικών εμπορικών δεσμών που έχει η Βρετανία. Από την άλλη, οι ευρωπαϊστές υποστηρίζουν ότι μια τέτοια επιλογή θα είναι καταστροφική.
Και οι δύο συμφωνούν ότι η μοίρα του City θα παίξει καθοριστικό ρόλο στην απόφαση της Βρετανίας για το μέλλον της στην ενωμένη Ευρώπη. Είναι αλήθεια εξάλλου ότι της προσφέρει συγκριτικό πλεονέκτημα στις χρηματοοικονομικές και επιχειρηματικές υπηρεσίες, ενώ υπό κανονικές συνθήκες αποτελεί σημαντική πηγή εσόδων για το βρετανικό Υπ. Οικονομικών.
Οι ευρωσκεπτικιστές δεν ανησυχούν τόσο από πιθανό Brexit. Δεν πιστεύουν δηλαδή ότι μια τέτοια εξέλιξη θα ήταν καταστροφική για το City κυρίως λόγω του παγκόσμιου χαρακτήρα των δραστηριοτήτων του. Είναι το μεγαλύτερο κέντρο χρηματοοικονομικών συναλλαγών στον κόσμο και όπως η Νέα Υόρκη και το Τόκιο προσελκύει και άλλες επενδύσεις.
H ένταξη των ευρωπαϊκών κρατών στην Ε.Ε. σημαίνει ότι αρκετές ρυθμίσεις που αφορούν ζητήματα, όπως οι χρηματοοικονομικές συναλλαγές, το εμπόριο και η αγροτική πολιτική ενσωματώνονται αυτόματα στα εθνικά δίκτυα.
Σε πιθανή έξοδο της Βρετανίας από την Ένωση, το City μπορεί να έχει οφέλη στην ανταγωνιστικότητα, εάν η πρώτη πάρει πίσω κάποιους κανόνες που υιοθέτησε από την ευρωπαϊκή νομοθεσία. Για παράδειγμα, θα μπορούσε να επιλέξει χαμηλότερες κεφαλαιακές απαιτήσεις για τους εγγυητές από ό,τι ισχύει στην Ε.Ε. με τον κανονισμό Solvency II.
Απ' την άλλη, η επιλογή της εξόδου δεν θα άλλαζε κατά πολύ τους συσχετισμούς, όσον αφορά τη διείσδυση των επιχειρήσεων του City στις ευρωπαϊκές αγορές, καθώς η Κομισιόν επιμένει ότι οι επιχειρήσεις που έχουν την έδρα τους σε «τρίτες χώρες» θα υπόκεινται στο ίδιο καθεστώς ελέγχων και ρυθμίσεων με αυτές εντός της Ε.Ε. εάν θέλουν να δραστηριοποιούνται εκεί.
Το γεγονός επίσης ότι μια Βρετανία εκτός Ευρώπης δεν θα μπορεί να επηρεάζει τις εξελίξεις, ούτε να παρεμβαίνει με αλλαγές στις προτεινόμενες ρυθμίσεις, δεν δημιουργεί ευνοϊκότερες συνθήκες. Μετά από πιέσεις της βρετανικής κυβέρνησης, η πρώτη πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για εξίσωση των κανόνων αγοράς μεταξύ ευρωπαϊκών και "ρίτων κρατών αποδυναμώθηκε και η πρώτη πέτυχε ειδικές ρυθμίσεις.
Σε περίπτωση εξόδου της Βρετανίας από την Ένωση, οι τράπεζες από τα άλλα κράτη μέλη θα έχουν να αντιμετωπίσουν μια δύσκολη επιλογή. Πολλά τραπεζικά ιδρύματα έχουν υποκαταστήματα στο City τα οποία χρησιμοποιούν ως έδρα τους. Εδώ να σημειωθεί ότι το Ηνωμένο Βασίλειο είναι μακράν το μεγαλύτερο χρηματοοικονομικό κέντρο στην Ε.Ε. με βάση τα εγκατεστημένα υποκαταστήματα.
Οι περισσότεροι χρηματοοικονομικοί όμιλοι, λοιπόν, προτιμούν να ιδρύουν υποκαταστήματα στο Λονδίνο, παρά ολόκληρες θυγατρικές, γιατί εξοικονομούν αρκετά μεγάλα ποσά, λόγω της ειδικής νομοθεσίας που διέπει τις θυγατρικές.
Σε περίπτωση εξόδου της Βρετανίας από την Ε.Ε., οι ευρωπαϊκές τράπεζες θα μπορούσαν προφανώς να ιδρύσουν καταστήματα στο City και να αναγνωρίσουν το ρυθμιστικό πλαίσιο λειτουργίας αυτών όπως ισχύει στην υπόλοιπη Ευρώπη. Δεν ισχύει όμως το ίδιο και για τις τράπεζες των ξένων χωρών, οι οποίες δεν θα μπορούσαν σε μια τέτοια περίπτωση να ιδρύσουν θυγατρικές στο Λονδίνο, με σκοπό να επεκταθούν στην υπόλοιπη Ευρώπη και να απολαμβάνουν το ειδικό καθεστώς που ισχύει εκεί.
Σε αυτήν την περίπτωση θα ήταν υποχρεωμένες να ιδρύσουν και άλλη μία θυγατρική στο Παρίσι ή στη Φρανκφούρτη και να υπόκεινται σε ένα τριπλό, δαιδαλώδες καθεστώς: πρώτον, σ' αυτό που ισχύει στη χώρα προέλευσής τους· δεύτερον, θα υποχρεώνονταν να ακολουθήσουν το νομικό πλαίσιο της Ε.Ε.· και τέλος τις εποπτικές απαιτήσεις της Βρετανίας. Γίνεται αντιληπτό λοιπόν ότι η συσσωρευμένη γραφειοκρατία που περιγράφηκε θα δημιουργούσε ανάσχεση των δραστηριοτήτων του City, καθώς δεν θα προσέλκυε έυκολα επιχειρήσεις εκτός Ε.Ε.
Το City του Λονδίνου είναι στον πυρήνα του χρηματοπιστωτικού συστήματος της Ε.Ε. Τα συμφέροντά του ταυτίζονται με μια συνολική τραπεζική ένωση για την ενίσχυση του σύστηματος χρηματοοικονομικών συναλλαγών της ευρωζώνης, καθώς και των ισχυρών θεσμικών οργάνων της Ε.Ε. - Επιτροπή και Ευρωπαϊκό Δικαστήριο - ώστε να εξασφαλιστεί ότι η ολοκλήρωση της ευρωζώνης δεν θα οδηγήσει σε προστατευτισμό. Φεύγοντας από την Ε.Ε. θα στερήσει από τη Βρετανία το δικαίωμα για εγγυημένη πρόσβαση σε αυτά τα ιδρύματα.
Πηγή: Premium.paratiritis.gr