Εκτενή αναφορά στις υποθέσεις διαφθοράς που έρχονται στη Δικαιοσύνη στην Ελλάδα, κάνουν οι New York Times. Σύμφωνα με το άρθρο, από τότε που κατέρρευσε οικονομικά η χώρα, οι Έλληνες διαμαρτύρονται για τις αδικίες στα μέτρα λιτότητας, που αύξησαν τους φόρους και μείωσαν τους μισθούς και τα επιδόματα για τον μέσο Έλληνα, ενώ αντιθέτως οι ελίτ είτε απέφυγαν τις επιβαρύνσεις αυτές ή απέφυγαν τον καταλογισμό ευθυνών ως προς τον ρόλο τους στην δημιουργία των οικονομικών προβλημάτων της χώρας.
«Ξαφνικά, προς ικανοποίηση πολλών, η δυναμική έχει αρχίσει να αλλάζει. Με νέα ένταση, οι Έλληνες εισαγγελείς, εργαζόμενοι ανεξάρτητα από τους πολιτικούς –και σε ορισμένες περιπτώσεις εν μέσω παθητικής αντίστασης από αυτούς- φέρνουν στη δικαιοσύνη όλο και περισσότερα νυν και πρώην υψηλόβαθμα κρατικά και επιχειρηματικά στελέχη, που κάποτε βρίσκονταν στο απυρόβλητο, για υποθέσεις διαφθοράς», σημειώνουν οι New York Times.
«Για πρώτη φορά, η Ελληνική Δικαιοσύνη φτάνει πραγματικά ψηλά», ανέφερε στην εφημερίδα ο κ. Αριστείδης Χατζής, αναπληρωτής καθηγητής Φιλοσοφίας Δικαίου και Θεωρίας Θεσμών του Πανεπιστημίου Αθηνών. «Ένας λόγος είναι ότι η δημόσια επιθυμία για κάθαρση είναι ισχυρή, ένας άλλος ότι το πολιτικό σύστημα είναι αδύναμο και έχει πολλά να χάσει εάν προσπαθήσει να παρέμβει. Κινδυνεύει να εκτεθεί».
Οι New York Times αναφέρονται στις συλλήψεις που έγιναν για τις υποθέσεις του Ταχυδρομικού Ταμιευτηρίου, των ναυπηγείων Σκαραμαγκά, των εξοπλιστικών προγραμμάτων, αλλά και στις υποθέσεις για τις οποίες απασχολεί τη Δικαιοσύνη ο Μιχάλης Λιάπης.
«Στην πρώτη γραμμή αυτών των άνευ προηγουμένου ερευνών βρίσκονται οι δυο κορυφαίοι εισαγγελείς διαφθοράς της Αθήνας, οι κυρίες Ελένη Ράικου και Πόπη Παπανδρέου. Η δεύτερη μάλιστα, που είναι γνωστή ως «ο εξολοθρευτής» λόγω των ενδελεχών ερευνών της, συνέταξε την έκθεση που οδήγησε στην καταδίκη του Άκη Τσοχατζόπουλου για ξέπλυμα χρήματος, μια απόφαση-σταθμός σε μια χώρα που σπανίως διώκονται ποινικά οι υψηλόβαθμοι κρατικοί αξιωματούχοι», σημειώνει το άρθρο.
Όπως αναφέρει, δικαστικές πηγές υποστηρίζουν πως δεν έχουν δεχθεί πολιτικές πιέσεις. «Είμαστε μια παράλληλη αρχή», ανέφερε μια από τις πηγές. «Δεν δέχομαι διαταγές από τον πρωθυπουργό».
Την ίδια ώρα όμως, έχουν ελάχιστη ή και καθόλου στήριξη για τις προσπάθειές τους. Παρά το ότι πολλαπλασιάζονται τα σκάνδαλα διαφθοράς,, δεν έχουν προσληφθεί νέοι υπάλληλοι με αποτέλεσμα τέσσερις εισαγγελείς διαφθοράς να πρέπει να διευθετήσουν έναν όλο και αυξανόμενο όγκο υποθέσεων. Σε ένα γραφείο, σύμφωνα με τους NY Times, τα τηλέφωνα έχουν φραγή διεθνών κλίσεων, με αποτέλεσμα στελέχη που αναζητούν πρόσβαση στους τραπεζικούς λογαριασμούς των υπόπτων να αναγκάζονται να κάνουν κλήσεις από τα προσωπικά τους κινητά τηλέφωνα, με δικά τους έξοδα.
Παρά τις πρακτικές δυσκολίες όμως, οι εισαγγελείς φαίνονται αποφασισμένοι και πιέζουν για αλλαγή στη νομοθεσία ώστε να επιτρέπεται αυτοί που επιστρέφουν κλεμμένα από το κράτος χρήματα να μην φυλακίζονται. «Το θέμα είναι να πάρουμε τα λεφτά πίσω», σύμφωνα με έναν αξιωματούχο. Κατά την ίδια πηγή, η μεγαλύτερη πρόκληση είναι η ανάκτηση των δωροδοκιών που «τσέπωσαν» διάφορα στελέχη ως αντάλλαγμα για την εξασφάλιση των συμβολαίων με ξένες εταιρείες για τα εξοπλιστικά προγράμματα.
Όπως τονίζουν οι New York Times, αυτή η δικαστική «επίθεση» χαιρετίζεται από τους απλούς Έλληνες, οι οποίοι έχουν δει τα εισοδήματά τους να μειώνονται κατά ένα τρίτο από τότε που ξέσπασε η κρίση.