Εθνική συναίνεση: Από τη θεωρία στην πράξη

Μπορεί τα εθνικά ζητήματα να απαιτούν εθνικές λύσεις, όμως, κατά κανόνα, αυτές είναι απούσες. Τουλάχιστον, σε επίπεδο ρητορικής. Διότι η πράξη είναι συχνά μία... «άλλη υπόθεση».

Εθνική συναίνεση: Από τη θεωρία στην πράξη

Φίλτατοι, καλή σας ημέρα!

Την ίδια ώρα που στην γείτονα ελάχιστες διαφορές υφίστανται μεταξύ των εκεί πολιτικών δυνάμεων ως προς την εξωτερική πολιτική έναντι της Ελλάδας, πλην των εκάστοτε αρνητικών πλειοδοσιών, στην Αθήνα η διαμόρφωση της εξωτερικής πολιτικής χρησιμεύει άλλοτε για το κτίσιμο πολιτικών σταδιοδρομιών και άλλοτε για την εξυπηρέτηση “συμμαχικών” προτεραιοτήτων.

Ασφαλώς, δε, απουσιάζει κατά την διαμόρφωσή της, οποιαδήποτε μορφή ουσιαστικής συναίνεσης μεταξύ των πολιτικών δυνάμεων της χώρας, τουλάχιστον, σε επίπεδο ρητορικής.

Χαρακτηριστική ως προς αυτό η “διαβόητη” Συμφωνία των Πρεσπών, την οποία αναθεμάτιζε το κυβερνών κόμμα όταν βρισκόταν στην αντιπολίτευση αλλά “υιοθετεί” πλέον, έστω εμμέσως, δια στόματος της Ντ. Μπακογιάννη, πρώην υπουργού Εξωτερικών και βουλευτού Χανίων.

Ακριβώς αυτήν την πορεία επιβεβαιώνει, δε, και ο υπουργός Εξωτερικών Γ. Γεραπετρίτης, όταν υποστηρίζει αφενός ότι η κυβέρνηση αναζητά συναινέσεις σε όλα τα μεγάλα εθνικά κεφάλαια αλλά δεν παραλείπει να υπενθυμίσει ότι στο τέλος… “η κυβέρνηση είναι εκείνη που έχει την ευθύνη” και άρα λαμβάνει τις τελικές αποφάσεις.

«Όταν έχεις μείζονα θέματα, τα οποία δεν αφορούν μόνο την παρούσα γενεά, αλλά αφορούν και τις επόμενες γενεές, θα πρέπει να έχεις όσο το δυνατόν μεγαλύτερη διαβούλευση στο ζήτημα αυτό και όσο το δυνατόν μεγαλύτερη συναίνεση», ανέφερε και προσέθεσε: «Είναι προφανές ότι στο τέλος της ημέρας την ευθύνη για τη λογοδοσία των πράξεων την έχει η υπεύθυνη κυβέρνηση. Ούτε η αντιπολίτευση, ούτε η κοινωνία. Η κυβέρνηση είναι εκείνη που έχει την ευθύνη».

Ως θέση αρχής, ευλόγως, ο κ. Γεραπετρίτης έχει δίκιο, όμως, προς τι, τότε, η φιλολογία περί “εθνικής συναίνεσης”; Εάν τα εθνικά θέματα απαιτούν όντως εθνικές λύσεις, στις οποίες μπορεί να οδηγηθεί η χώρα μόνον στη βάση συναινετικών διαδικασιών, οι οποίες θα προσδώσουν μία ευρύτερη νομιμοποίηση, προς τι η υπενθύμιση ότι η κυβέρνηση έχει τον τελικό λόγο; Δεν είναι δεδομένο, ούτως ή άλλως;

Υπ’ αυτό το πρίσμα, η επίκληση μίας διαδικασίας διαλόγου “ώστε να ακουστούν όλες οι φωνές”, μόνον προσχηματική μπορεί να θεωρηθεί.

Προς επίρρωση τούτου, σε τι βαθμό υπήρξαν διαδικασίες διαλόγου ή συναίνεσης κατά την τελευταία φάση των ελληνο-τουρκικών σχέσεων και δη πριν την υπογραφή της περίφημης “Διακήρυξης των Αθηνών” με την γείτονα;

Πλην των όποιων εκ των υστέρων ενημερώσεων που προσέφερε η κυβέρνηση στα λοιπά κοινοβουλευτικά κόμματα, τι είδους προσπάθειες υπήρξαν για την εξασφάλιση όρων συναίνεσης σε αυτήν την προσέγγιση με την Τουρκία; Για την ακρίβεια, οι ακριβώς αντίστροφες τάσεις εκδηλώθηκαν, ακόμη και στο πλαίσιο της κυβερνώσας παράταξης, με τους πρώην πρωθυπουργούς Κ. Καραμανλή και Α. Σαμαρά να στηλιτεύουν την κυβέρνηση Μητσοτάκη για την κατευναστική στάση της έναντι της Άγκυρας.

Έτσι, λοιπόν, μπορεί οι τελευταίες επισημάνσεις του φίλτατου Γ. Γεραπετρίτη να είναι εύηχες στα αυτιά όσων επιθυμούν να “ακούσουν” για ευρύτερες νομιμοποιήσεις και για την διαμόρφωση εθνικής γραμμής, όμως, στην πραγματικότητα απηχούν την μοναχική οδό που η παρούσα κυβέρνηση επέλεξε να ακολουθήσει, ως κρίνει και ως δικαιούται.

Εάν όντως υφίσταται κάποιου είδους “συναίνεση” ή μη, με τις παρούσες διεργασίες, δεν αποκλείεται να το μάθουμε μετά από κάποια χρόνια, όπως συνέβη εξάλλου με τη Συμφωνία των Πρεσπών.

Αυτά, για να μην… ξεχνιόμαστε.


Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.

ΣΧΟΛΙΑ ΧΡΗΣΤΩΝ

blog comments powered by Disqus
v