Φίλτατοι, καλή σας ημέρα!
Δεδομένης της περυσινής βαθειάς ύφεσης που βίωσε η χώρα μας (-8,2%) αλλά και του βαθμού της συμβολής του στη διαμόρφωση του ΑΕΠ, ο τουρισμός έπρεπε να πάει καλά εφέτος. Αποτελούσε προϋπόθεση ομαλής πορείας και για μία σειρά από άλλες οικονομικές δραστηριότητες και πολλαπλασιαστή ανάπτυξης συνολικά για την ελληνική οικονομία.
Όταν η συγκεκριμένη οικονομική δραστηριότητα αφορά -αμέσως ή εμμέσως- μεταξύ ενός πέμπτου και ενός τετάρτου του ελληνικού ΑΕΠ (στοιχεία ΣΕΤΕ και ΙΝΣΕΤΕ, αντιστοίχως), η έκβασή της είναι, ευλόγως, καταλυτικής σημασίας συνολικά για τη χώρα.
Όσο ευτυχές, όμως, κι αν είναι, βάσει των έως τώρα ενδείξεων, το οικονομικό αποτέλεσμα της εφετινής τουριστικής περιόδου -η οποία βεβαίως ακόμη εξελίσσεται- δεν παύει να μας υπενθυμίζει ότι το οικοδόμημα επί του οποίου τόσα εδράζονται έχει επισφαλή θεμέλια.
Πρόκειται για κάτι που εμμέσως αναγνώρισε και ο φίλτατος Κυριάκος Μητσοτάκης, κατά τη συνέντευξη Τύπου που παραχώρησε στη Θεσσαλονίκη, αφενός, επιχαίροντας καθώς «κερδίσαμε το στοίχημα του τουρισμού» αλλά, αφετέρου, κακίζοντας ως πηγή αρνητικών εξελίξεων τον κορεσμό που εμφάνισαν ορισμένοι τουριστικοί προορισμοί.
Η πρωθυπουργική πυγμή, δε, με την οποία επιχειρήθηκε να «αντιμετωπιστεί» το ζήτημα αυτού του κορεσμού, με την επισήμανση ότι θα ληφθούν δραστικά μέτρα -προφανώς- περιοριστικού χαρακτήρα, αντιστοιχεί με «μπουνιά στο μαχαίρι» καθώς δεν οδηγεί σε λύση του προβλήματος, αλλά σε συγκάλυψή του. «Νομίζω ότι αυτό που πετύχαμε στην πανδημία είναι ότι είχαμε περισσότερα εισοδήματα χωρίς την ίδια αύξηση των επισκεπτών. Υπάρχουν προορισμοί που φτάνουν στα απόλυτα όριά τους. Δεν θα διστάσουμε για κάποιους από αυτούς να πάρουμε πιο δραστικά μέτρα. Πρέπει να προστατεύσουμε τον πυρήνα του προϊόντος μας», υπογράμμισε χαρακτηριστικά.
Σύμφωνα με τον κ. Μητσοτάκη, «πρέπει να ενισχύσουμε περισσότερο τον χειμερινό τουρισμό, τον τουρισμό που συνδέεται αμιγώς με επισκέψεις πολιτιστικές και να εκμεταλλευθούμε την ομορφιά της χώρας δώδεκα μήνες τον χρόνο. Αυτό για μένα είναι ένα πολύ μεγάλο στοίχημα».
Ουδείς εχέφρων και πάντως ουδείς εξ όσων γνωρίζουν τα ζητήματα του ελληνικού τουρισμού θα διαφωνήσει με τη συγκεκριμένη επισήμανση. Πρόκειται, όμως, για μία διαπίστωση, η οποία διατυπώνεται επί σειρά ετών στην πατρίδα μας, δίχως να έχει βρει την απάντησή της.
Η επιμήκυνση της τουριστικής περιόδου και η προσέλκυση τουριστών υψηλότερης εισοδηματικής στάθμης αποτελούν δύο πάγια ζητούμενα για την ελληνική τουριστική βιομηχανία εδώ και δεκαετίες, τα οποία, φευ, παραμένουν αναπάντητα. Η απάντησή τους, δε, δεν είναι δυνατόν να δοθεί, ενόσω οι ελκυστικότεροι των τουριστικών προορισμών της χώρας συνεχίζουν να εμφανίζουν ελλείψεις σε βασικές υποδομές καίριας σημασίας, όπως είναι η ύδρευση, η ηλεκτροδότηση, η αποχέτευση, η διάθεση των απορριμάτων, το οδικό δίκτυο, το τηλεπικοινωνιακό δίκτυο, και βεβαίως ενόσω εξακολουθούν να υφίστανται ζητήματα υγειονομικής περίθαλψης.
Πώς είναι δυνατόν να κάνουμε έστω και λόγο για την προσέλκυση τουριστών υψηλότερης εισοδηματικής στάθμης ή ακόμη και ψηφιακών νομάδων, η εγκατάσταση των οποίων θα απαντούσε τουλάχιστον εν μέρει στο θέμα της επέκτασης της τουριστικής περιόδου, όταν απουσιάζουν ή χωλαίνουν βασικές υποδομές όπως αυτές;
Εάν υπήρξαν ορισμένα συμπεράσματα από την έκβαση της φετινής τουριστικής περιόδου, τούτα συμπεριλάμβαναν -πέραν των αρνητικών που συνδέονται με το να βάζουμε τόσα πολλά αβγά στο τουριστικό καλάθι- όντως ότι το συγκεκριμένο προϊόν πρέπει να προστατευτεί. Πριν οδηγηθούμε όμως στο -μάλλον έσχατο- μέτρο των περιορισμών, ας δούμε και τις… υποδομές. Ούτως ή άλλως, θα βοηθήσουν και τη ζωή των μόνιμων κατοίκων.
Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.