Φίλτατοι, καλή σας ημέρα!
Η εναπόθεση των ελπίδων για ένα καλύτερο αύριο, εκ μέρους μίας μεγάλης μερίδος πολιτών, σε αναπτυξιακά εργαλεία όπως το Ταμείο Ανάκαμψης, προφανώς, είναι βάσιμη.
Όπως υποστηρίζαμε και χθες από αυτή τη στήλη, είναι σπάνιες αυτού του είδους οι ευκαιρίες προώθησης ενός μείγματος μεταρρυθμίσεων και έργων, βάσει σημαντικών πόρων, οι οποίοι ελπίζεται ότι θα γίνουν διαθέσιμοι στη χώρα μας σχετικά σύντομα και πάντως, με ένα ασφυκτικό χρονοδιάγραμμα εξαετίας.
Ευλόγως, δε, «πακέτα» αυτού του είδους «κοιτούν μπροστά», μέσω της λεγόμενης «ψηφιακής μετάβασης» και επιχειρούν να καλύψουν το έδαφος στο οποίο υστερεί η χώρα μας αλλά και να της ανοίξουν μελλοντικά μονοπάτια.
Υπ’ αυτό το πρίσμα, η έμφαση όντως οφείλει να είναι προς τα εκεί, καθώς εκεί «κοιτά» και η λοιπή παγκόσμια κοινότητα. Όμως, πριν από αυτό το καθ' όλα αναγκαίο ταξίδι στο μέλλον, μήπως θα ήταν σκόπιμο ή εντέλει χρήσιμο να κοιτάξουμε λίγο και προς «τα πίσω»; Να δούμε, δηλαδή, πριν κάνουμε το άλμα προς τα εμπρός, κατά πόσον τα θεμέλιά μας είναι γερά;
Για παράδειγμα, αποτελεί γνωστή «ασθένεια» της πατρίδας μας και αποτέλεσε μία από τις αιτίες της χρεοκοπίας της, το περίφημο παραγωγικό έλλειμμα που αντιμετωπίζει και το οποίο άπτεται άμεσα του ενός εκ των δυο «δίδυμων» ελλειμμάτων, εξαιτίας των οποίων οδηγηθήκαμε σε καθεστώς μνημονίου. Μπορεί να είχαμε θεραπεύσει, δε -προ πανδημίας- το ένα εκ των δύο, το δημοσιονομικό, όμως το εμπορικό ισοζύγιο παρέμεινε «αγκάθι» στα πλευρά μας, παρά τον όποιο πρόσκαιρο καλλωπισμό του.
Αντιστοίχως γνωστό είναι το έλλειμμα αυτάρκειας που αντιμετωπίζει η Ελλάδα σε σειρά προϊόντων, τα οποία εντάσσονται στις λεγόμενες «καθημερινές ανάγκες», όπως τα είδη διατροφής, τα φάρμακα και βεβαίως οι καύσιμες ύλες.
Για παράδειγμα, όπως επεσήμανε σχετικά πρόσφατα (Ιούνιος 2020) σε δημοσίευσή του ο Διδάκτωρ Κτηνιατρικής ΑΠΘ και πρώην βουλευτής Δημήτρης Γαλαμάτης, επικαλούμενος στοιχεία ΕΛΣΤΑΤ, «από το σύνολο των εισαγωγών τροφίμων την πενταετία 2015-2019, περίπου το 20% αφορούσε εισαγωγές κρέατος και αβγών, με συνολική αξία περίπου 5,5 δισ. ευρώ…».
Με άλλα λόγια, εάν αφήσουμε για την ώρα «απέξω» το υπόλοιπο 80%, το οποίο αφορά και αυτό βεβαίως τρόφιμα, εισάγαμε κάθε χρόνο κρέας και αβγά αξίας άνω του ενός δισ. ευρώ, για την παραγωγή των οποίων θα μπορούσαμε κάλλιστα να είχαμε μεριμνήσει εγχωρίως.
Το φαινόμενο, δε, αυτό καθίσταται ακόμη περισσότερο οξύμωρο, υπό το φως του γεγονότος ότι «… την ίδια περίοδο, οι άμεσες ενισχύσεις του αγροτικού τομέα της χώρας, μέσω της Κ.Α.Π. 2014-2020, ήταν περίπου 10 δισ. ευρώ (Πηγή: https://www.europarl.europa.eu).
Πρόκειται για δύο μεγέθη ασύνδετα σε πρώτη ανάγνωση, καθώς τα μεν αφορούν εισαγωγές συγκεκριμένων κατηγοριών αγαθών και τα δε επιδοτήσεις, που όμως βρίσκουν σημείο επαφής την καθ' όλα απλή σκέψη: «Κάποια από αυτά τα λεφτά γιατί δεν τα βάζατε στην αγροτική παραγωγή και την κτηνοτροφία;».
Υπό αυτό το πρίσμα, «καλή και άγια» η έμφαση που δίδεται στη λεγόμενη «ψηφιακή μετάβαση» τόσο από το «Σχέδιο Σκυλακάκη», για τους τομείς στους οποίους θα εισρεύσει το κοινοτικό και λοιπό χρήμα, όσο και το ευρύτερο «Σχέδιο Πισσαρίδη», για την ανάταξη της οικονομίας της χώρας, όμως, μήπως να ξαναδούμε λίγο τα στοιχειώδη;
Εάν μπορούμε, δηλαδή, να καλύψουμε -αν όχι πλήρως, αποκτώντας αυτάρκεια- τουλάχιστον σε μεγαλύτερο βαθμό, τις καθημερινές μας ανάγκες σε... κρέας και αβγά;
Δεν θα ήταν άσχημα, σε καιρούς κρίσης!
Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.