Οι αριθμοί, η κοινή λογική και ακόμη και το ίδιο το Μέγαρο Μαξίμου συγκλίνουν στην εκτίμηση ότι η περίφημη πλειοψηφία των 200 βουλευτικών ψήφων που απαιτείται ώστε να ισχύσει από την επόμενη εκλογική αναμέτρηση ένας νέος εκλογικός νόμος, δεν είναι δυνατόν να εξευρεθεί.
Ακόμη κι αν οι 22 φίλτατοι του ΚΙΝΑΛ συστρατευθούν με τους 158 της ΝΔ, το άθροισμα υπολείπεται σημαντικά του απαιτούμενου αριθμού και μάλιστα δεν μπορεί να καλυφθεί αυτόνομα από κανένα άλλο κοινοβουλευτικό κόμμα, πλην του ΣΥΡΙΖΑ, που όμως στέκει κάθετα αντίθετος στο ενδεχόμενο κατάργησης του νομοθετήματος της απλής αναλογικής, το οποίο ο ίδιος θεσμοθέτησε.
Αυτή η συλλογιστική είναι δεδομένη ήδη από την 8η Ιουλίου, επομένη των τελευταίων κοινοβουλευτικών εκλογών και για ακριβώς αυτόν το λόγο διακηρύττει ο -επίσης φίλτατος- Κυριάκος Μητσοτάκης ότι η χώρα θα οδεύσει σε διπλές εκλογές, εάν δεν εξευρεθούν οι απαραίτητες 200 ψήφοι, ώστε να ισχύσει αμέσως ο εκλογικός νόμος της ενισχυμένης (κλιμακωτής) αναλογικής που φέρεται έτοιμος να καταθέσει στη Βουλή.
Για την ακρίβεια, ήταν τόσο σαφής αυτή η συλλογιστική, ώστε έφθασε να αποτελέσει και τμήμα της προεκλογικής ρητορικής του κ. Μητσοτάκη, στο πλαίσιο της προσπάθειάς του να εξασφαλίσει μία ακόμη ισχυρότερη πλειοψηφία.
Φευ, απούσης αυτής της πλειοψηφίας και δεδομένης της -εκπεφρασμένης με κάθε τρόπο- απόφασης της κυβέρνησης να προχωρήσει σε αλλαγή του εκλογικού νόμου, οι διπλές κάλπες -όταν και όποτε διεξαχθούν εθνικές εκλογές- εμφανίζονται αναπόφευκτες.
Τι είχαμε, τι χάσαμε, εκτός από καμία 200ριά εκατ. ευρώ και ένα Σαββατοκύριακο, ίσως πείτε, όμως δεν είναι έτσι ακριβώς. Εάν εξαιρέσουμε τη σαφώς ευρύτερη συζήτηση περί των πλεονεκτημάτων και μειονεκτημάτων απλής και ενισχυμένης αναλογικής, η οποία έχει διεξαχθεί ήδη σε μεγάλο βαθμό, αυτό το οποίο εκφεύγει της παραπάνω συλλογιστικής είναι το ενδεχόμενο -όσο ακραίο κι αν φαντάζει σήμερα- της συγκρότησης κυβέρνησης από την πρώτη κιόλας εκλογική αναμέτρηση, εκ των δύο που προαναγγέλλει ο φίλτατος κ. Μητσοτάκης.
Καταλυτικό ρόλο, δε, σε αυτή τη διαδικασία δύναται να έχει ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, καθώς σε αυτόν εναπόκειται η διαχείριση των διερευνητικών εντολών και το κλίμα που θα δημιουργηθεί μεταξύ των πολιτικών αρχηγών, κατά τη συζήτηση αυτών των εντολών.
Ας μην παρεξηγηθούμε: τον εκ του Συντάγματος περιγραφόμενο ρόλο του θα ασκήσει ο τότε Πρόεδρος της Δημοκρατίας και -θεωρητικώς- τίποτε περισσότερο. Στην πολιτική, ωστόσο, μετρούν τα πάντα. Για ακριβώς αυτόν τον λόγο, δε, έχουν σημασία τα πρόσωπα και οι ειδικοί χειρισμοί που μπορούν να ασκήσουν. Για παράδειγμα, αλλιώς μπορεί ένα πρόσωπο με πολιτική πείρα και πρότερους φιλικούς δεσμούς με τους πολιτικούς αρχηγούς να «διεκπεραιώσει» αυτήν την υπόθεση και -ίσως- εντελώς διαφορετικά, ένα πρόσωπο δίχως αυτή την εμπειρία.
Υπό αυτό το πρίσμα, ίσως, γίνεται περισσότερο κατανοητή η καθυστέρηση στην ανακοίνωση του προσώπου που θα προτείνει ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης, ως υποψηφίου για τη θέση του επόμενου Προέδρου της Δημοκρατίας, αλλά και η κοινοβουλευτική σειρά των πραγμάτων, ήτοι πρώτα το ν/σ για τον νέο εκλογικό νόμο και μετά η ανάδειξη του νέου προέδρου.
Όλα αυτά, βέβαια, στον βαθμό που δεν θα υπάρξει η απαραίτητη πλειοψηφία των 200 ψήφων, για την οποία αόκνως εμφανίζεται να προσπαθεί ο -ιδιαίτερα επιτυχής σε προηγούμενες προσπάθειες εξεύρεσης πλειοψηφιών- Τάκης Θεοδωρικάκος.
Ας αφήσουμε, όμως, το έργο να διαδραματιστεί...
Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.