Φίλτατοι, καλή σας ημέρα!
Στον απόηχο των εκλογών της 7ης Ιουλίου, δύο είναι τα βασικά στοιχήματα που βρίσκονται σε εξέλιξη στο πολιτικό προσκήνιο.
Πρώτον, εάν η κυβέρνηση Μητσοτάκη θα τα καταφέρει να οδηγήσει τη χώρα σε κάποιας μορφής «κανονικότητα» και πάντως σε «κάτι καλύτερο» και δεύτερον, εάν η κατ’ αρχήν επικράτηση ΣΥΡΙΖΑ στον χώρο της κεντροαριστεράς θα μεταφραστεί σε κυριαρχία και -συνεπώς- σε μαρασμό του ΚΙΝΑΛ.
Η απάντηση σε αμφότερα αυτά τα ερωτήματα είναι, ασφαλώς, διττή.
Εάν όντως η κυβέρνηση Μητσοτάκη «τα πάει καλά» για τη χώρα και για τους πολίτες, τούτο θα μεταφραστεί, κατά πάσα βεβαιότητα, σε περαιτέρω ενίσχυση της δημοφιλίας της, με συνεπακόλουθη υστέρηση εκείνης της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Εκεί, βεβαίως, ανοίγει μία άλλη συζήτηση, την οποία δεν θα ακολουθήσουμε σήμερα.
Αντίστοιχα, το πώς θα εξελιχθούν οι συσχετισμοί στο κέντρο και ειδικά στην κεντροαριστερά εξαρτάται, πλέον, όχι από την «αριθμητική των βουλευτών» -η οποία είχε την προφανή σημασία της επί των ημερών της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ- αλλά από την αριθμητική των στελεχών.
Των ανθρώπων, δηλαδή, οι οποίοι γνωρίζουν πρόσωπα και πράγματα στους κομματικούς μηχανισμούς και στη «βάση» και -άρα- μπορούν να «κινητοποιήσουν» έναν αριθμό οπαδών, ακολούθων ή φίλων της «παράταξης».
Τέτοια στελέχη, ως παραδοσιακό κόμμα εξουσίας, διαθέτει το ΚΙΝΑΛ από τις ημέρες του κραταιού ΠΑΣΟΚ, αλλά στερείται ο ΣΥΡΙΖΑ, το παλαιό κόμμα του 4% που αναρριχήθηκε ως «κόμμα διαμαρτυρίας» στο 35% για να κατακτήσει έτσι την εξουσία, ενώ επέστρεψε σχεδόν στο 32%, κατά την τελευταία εκλογική αναμέτρηση.
Υπό αυτό το πρίσμα, η μάχη της επικράτησης στην κεντροαριστερά δεν είναι μόνον η δυνατότητα άσκησης αντιπολιτευτικής κριτικής ή έκφρασης ενός πειστικού αντίλογου στην κυβέρνηση ή -βεβαίως- η παρουσίαση ενός εναλλακτικού, πειστικού και βιώσιμου προγράμματος αλλά -σε μεγάλο βαθμό- η δυνατότητα διείσδυσης και απόκτησης «πρόσβασης» στις τοπικές κοινωνίες ή στον συνδικαλιστικό χώρο, από όπου παραδοσιακά αντλούσε την ισχύ του το ΠΑΣΟΚ, μέσω κομματικών οργανώσεων και στελεχών.
Το «ατυχές» για τον ΣΥΡΙΖΑ, στην προκειμένη περίπτωση, είναι ότι ενώ έχει ήδη κατορθώσει να «απορροφήσει» έναν μεγάλο αριθμό στελεχών του πρώην ΠΑΣΟΚ, νυν ΚΙΝΑΛ, τα εναπομείναντα στέκουν -σε μεγάλο βαθμό- εντελώς αντίθετα προς ό,τι αυτός πρεσβεύει. Άλλα, δε, λοξοκοιτούν προς τη ΝΔ, προσβλέποντας στην εκεί «αξιοποίησή» τους.
Σύμφωνα με ανθρώπους που είναι σε θέση να γνωρίζουν, μόνο σε περίπτωση «κεντρικής συμφωνίας» μεταξύ αυτών των δύο πολιτικών δυνάμεων θα μπορούσε να υπάρξει κοινή πορεία τους.
Ωστόσο, αυτό το ενδεχόμενο δεν εμφανίζεται ορατό, τουλάχιστον επί του παρόντος και θα καθοριστεί σε μεγάλο βαθμό και από τις «επιδόσεις» της κυβέρνησης.
Επίσης, σύμφωνα με τις ίδιες πηγές, το ΚΙΝΑΛ «δεν φοβάται άλλες διαρροές», δεδομένου ότι οι μετεκλογικοί συσχετισμοί έχουν ήδη διαμορφωθεί και πλέον το μείζον αφορά στο κεντρικό πολιτικό στοίχημα που σχετίζεται με τις επιδόσεις της κυβέρνησης.
Παρά ταύτα, είναι σαφές ότι δίχως κομματικό μηχανισμό και στελέχη αντίστοιχα των ημερών της κυριαρχίας του ΠΑΣΟΚ -ελέω βεβαίως και των πελατειακών σχέσεων που αυτό καλλιέργησε-, ο ΣΥΡΙΖΑ θα βρει ανηφορικό δρόμο για την εξασφάλιση της κυριαρχίας του στην κεντροαριστερά.
Τούτο είναι σαφές τόσο στην Κουμουνδούρου όσο και στη Χαριλάου Τρικούπη και αποτελεί τμήμα της εξίσωσης επιβίωσης και κυριαρχίας, που αμφότερα τα κομματικά επιτελεία θα κληθούν να λύσουν.
Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.