Φίλτατοι, καλή σας ημέρα!
Πριν από περίπου 40 ημέρες υποστηρίζαμε από αυτήν εδώ τη στήλη ότι η διατήρηση του αφορολόγητου ορίου -με την αντιστροφή της σχετικής ρύθμισης που θα ίσχυε από 01.01.2020- συνιστούσε ένα διπλό λάθος.
Πρώτον, επειδή θα διατηρούσε μία στρέβλωση του φορολογικού συστήματος και την αδικία που τη συνοδεύει και δεύτερον, επειδή θα έστελνε το λάθος μήνυμα προς τους εταίρους και δανειστές μας σε ό,τι αφορά στην τήρηση των δεσμεύσεών μας κατά τη μεταμνημονιακή εποχή.
Από το βήμα του συνεδρίου του Economist, ο επικεφαλής του κυριότερου εκ των δανειστών μας (ESM) Κλάους Ρέγκλινγκ μάς θύμισε χθες -με τον πλέον διπλωματικό τρόπο- τόσο ότι οι συμφωνίες πρέπει να τηρούνται όσο και ότι πρέπει -επιτέλους- να υπάρξει δικαιοσύνη στην κοινωνία, σε μία έμμεση πλην σαφή αναφορά στη δομή του φορολογικού συστήματος αλλά και στον τρόπο με τον οποίο επιμερίζονται οι λεγόμενες «παροχές».
Όπως είπε, «η Ελλάδα δεν είναι πλέον σε πρόγραμμα, δεν έχει αιρεσιμότητες», όμως, πρέπει να παραμείνει προσηλωμένη στη μακροπρόθεσμη ανάπτυξή της και στην τήρηση των συμφωνημένων δημοσιονομικών στόχων, για τους οποίους, ωστόσο, είπε ότι «θα υπάρχει τακτικός διάλογος».
Υπό το φως, δε, της πρόθεσης της κυβέρνησης να τροποποιήσει την κλίμακα των φορολογικών συντελεστών και να θεσπίσει εισαγωγικό συντελεστή 9%, πρότεινε μία ιδιότυπη συναλλαγή: Τον συνδυασμό αυτής της μείωσης των συντελεστών με τη διεύρυνση της φορολογικής βάσης. Δηλαδή, όπως το διαβάζει η στήλη, με τη μείωση του αφορολόγητου ορίου.
Όπως είπε, τα μέτρα πολιτικής θα πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τη δικαιοσύνη σε όλη την κοινωνία.
Όσο, δε, για τον αντίλογο που έσπευσε να αναπτύξει μία ψυχή, χθες, ότι η διεύρυνση της φορολογικής βάσης μπορεί να επιτευχθεί και με την πάταξη της φοροδιαφυγής, αρκεί να θυμίσουμε δύο τινά.
Πρώτον, ότι οι όποιες κινήσεις περί τους συντελεστές θα αποτυπωθούν τόσο στο φορολογικό νομοσχέδιο, η κατάθεση του οποίου έχει προαναγγελθεί για τον Αύγουστο, όσο και στον προϋπολογισμό και ότι έως τότε είναι μάλλον αμφίβολο ότι θα έχει έστω μειωθεί -αν όχι παταχθεί- η φοροδιαφυγή στην πατρίδα μας.
Δεύτερον, ότι το σύνολο των προηγούμενων κυβερνήσεων -ανεξαρτήτως αποχρώσεως- είχε επίσης ταχθεί κατά της φοροδιαφυγής, δίχως όμως εντυπωσιακά αποτελέσματα.
Όπως και να έχει αυτή η συζήτηση, η διατήρηση του αφορολόγητου ορίου πλήττει εκείνες τις εισοδηματικές τάξεις οι οποίες έφεραν στους ώμους τους την κύρια προσπάθεια δημοσιονομικής προσαρμογής κατά την κρίση, δηλαδή, την πολύπαθη μεσαία τάξη, προς την οποία -κυρίως- υποσχέθηκε φορολογικές ελαφρύνσεις, προεκλογικά, το σημερινό κυβερνών κόμμα.
Υπό αυτό το πρίσμα και δεδομένης της πρόθεσης «συναλλαγής» που εμφανίζουν οι εταίροι και δανειστές μας, η κυβέρνηση οφείλει να προσμετρήσει τόσο τις δεσμεύσεις της χώρας έναντί τους, όσο και τις δικές της έναντι του εκλογικού σώματος και ειδικά της μεσαίας τάξης.
Αντίστοιχα, στον βαθμό που όντως υπάρξει επιπρόσθετος δημοσιονομικός χώρος -αν και κάτι τέτοιο αμφισβητείται εντόνως-, να στρέψει την όποια διαθέσιμη χρηματοδότηση προς παραγωγικές δαπάνες, με στόχο την επιτάχυνση της ανάπτυξης.
Αρκετά έβαλε η -ειλικρινής- μεσαία τάξη το χέρι στην τσέπη για φόρους και εισφορές. Ας επιμεριστεί επιτέλους αυτό το βάρος σε ολόκληρη την κοινωνία -κατά τρόπο δίκαιο- και ας τερματιστούν πρακτικές πίσω από τις οποίες βρίσκουν κάλυψη εκείνοι οι οποίοι απλά… δεν θέλουν να δώσουν.
Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.