Φίλτατοι, καλή σας ημέρα.
Στην υπόθεση της Συμφωνίας των Πρεσπών η ουσία είναι μία.
Εάν συμφωνεί κανείς με αυτήν ή εάν διαφωνεί.
Εάν συμφωνεί, την υπερψηφίζει και εάν διαφωνεί, την καταψηφίζει.
Πέραν αυτού ουδέν ή εντέλει ελάχιστα και μάλιστα ήσσονος σημασίας, μετά την ολοκλήρωση της διαδικασίας παροχής ψήφου εμπιστοσύνης προς την κυβέρνηση.
Ας μη γελιόμαστε, φίλτατοι. Η Συμφωνία των Πρεσπών είναι μία συμφωνία συμβιβαστικού χαρακτήρα, μέσω της οποίας ελπίζεται ο τερματισμός μίας σχεδόν τριακονταετούς περιπέτειας, τόσο για τη γείτονα όσο και για εμάς.
Ενδεχομένως δεν είναι ό,τι καλύτερο αλλά -φευ- είναι αυτό στο οποίο μπόρεσαν να καταλήξουν οι δύο πλευρές μετά από κορώνες κάθε είδους, ένθεν και ένθεν, σχεδόν τριών δεκαετιών.
Υπό το πρίσμα αυτό, είναι μία συμφωνία η οποία επιλύει ένα -θεωρούμενο ως μείζον- εθνικό θέμα, το οποίο βρίσκεται σε εκκρεμότητα -αδίκως και κακώς, σύμφωνα με πολλούς- επί σειρά ετών.
Επί ενός εθνικού ζητήματος, άρα, πώς είναι δυνατόν να τίθεται θέμα «κομματικής γραμμής» και «κομματικής πειθαρχίας»;
Αντίστοιχα, πώς είναι δυνατόν να παραμερίζεται η λεγόμενη «ψήφος κατά συνείδηση» και να εμφανίζονται βουλευτές και κόμματα που εξαρτούν τη στάση τους από το όποιο αλισβερίσι, νταραβέρι ή άλλη συναλλαγή είχαν μεταξύ τους, με την κυβέρνηση ή με οποιονδήποτε άλλον;
Το ζήτημα, ευλόγως, δεν αφορά μόνον τους φίλτατους «Ποταμίσιους», περί των οποίων τόσο λόγος γίνεται εσχάτως, το ΚΙΝΑΛ ή οποιοδήποτε άλλο κόμμα, αλλά το σύνολο του κοινοβουλευτικού σώματος.
Ακόμη και επί ενός εθνικού θέματος, οι βουλευτές συμπολίτευσης και αντιπολίτευσης οφείλουν να συμπεριφέρονται κατά αγελαίο τρόπο, ακολουθώντας τον «αρχηγό» της αγέλης και θάβοντας τα όποια κελεύσματα της συνείδησής τους; Ουδείς έχει αντίθετη άποψη ή τολμά να την εκφράσει;
Το ζήτημα, ευλόγως, δεν αφορά την υπερψήφιση ή την καταψήφιση της συγκεκριμένης συμφωνίας αλλά τη δυνατότητα έκφρασης των ίδιων των βουλευτών, δια της ψήφου των, επί ενός θέματος το οποίο χαρακτηρίζεται ως εθνικό.
Την άσκηση, δηλαδή, του πλέον θεμελιώδους δικαιώματος -και καθήκοντος, συνάμα- που έχουν έναντι των εκλογέων τους.
Αυτό το δικαίωμα οφείλουν να το εκφράσουν αμιγώς κατά συνείδηση. Αυτό που πιστεύουν, αυτό και να πράξουν και ουδέν άλλο.
Ανεξαρτήτως της όποιας απόφασής τους και επιλογής τους, έτσι θα δικαιώσουν τον ρόλο τους και την κοινοβουλευτική τους υπόσταση.
Η υπόθεση της Συμφωνίας των Πρεσπών δεν αφορά ούτε τα μνημόνια, ούτε κάποια συντεχνιακή ή πελατειακή διεκδίκηση, ούτε καν την «πολιτική αλλαγή», η οποία καλώς να ορίσει, όποτε κι αν είναι να ορίσει. Αφορά ένα εθνικό ζήτημα και επ’ αυτού καλούνται να αποφανθούν οι φίλτατοι βουλευτές.
Εάν δεν είχε προηγηθεί, δε, η ψήφος παροχής εμπιστοσύνης προς την κυβέρνηση, ίσως, να ευσταθούσε η περί του αντιθέτου επιχειρηματολογία, αλλά -πώς να το κάνουμε τώρα- αυτή προηγήθηκε και αποτυπώθηκε με κάθε λεπτομέρεια.
Έτσι, λοιπόν, στο «δια ταύτα» της υπόθεσης, το μόνο που έχουν να κάνουν οι φίλτατοι του Κοινοβουλίου είναι να αναγνώσουν τη Συμφωνία, να διαβουλευθούν με τους εαυτούς τους ή όποιον αυτοί κρίνουν και να αποφανθούν δια της ψήφου των.
Είναι δυνατόν, τουλάχιστον για μία -ή εντέλει, τούτη τη- φορά, να ανταποκριθούν κατ’ αυτόν τον τρόπο στα καθήκοντά τους;
Δεν θα ήταν άσχημα και για όλους εμάς τους υπολοίπους, που απλώς παρακολουθούμε και εκφραζόμαστε -επίσης- δια της… ψήφου μας.
Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.