Φίλτατοι, καλή σας ημέρα!
Σε μία συζήτηση για την παροχή ψήφου εμπιστοσύνης, το πρώτο ζητούμενο θα όφειλε να είναι ο προσδιορισμός των λόγων για τους οποίους το κοινοβουλευτικό σώμα θα έπρεπε να τιμήσει εκ νέου με την εμπιστοσύνη του την κυβέρνηση.
Ο προσδιορισμός, δηλαδή, των έργων και των πράξεων τις οποίες η κυβέρνηση προσδοκά ή υπόσχεται να υλοποιήσει κατά το συνταγματικό υπόλοιπο της θητείας της, ιδίως όταν αυτό δεν υπερβαίνει το εννεάμηνο, όπως της παρούσης.
Όσο κι αν η μνεία ή παράθεση των παρελθόντων έργων και πράξεων της κυβέρνησης τροφοδοτούν τη διαδικασία εμπέδωσης εμπιστοσύνης προς αυτήν, η συζήτηση -εξ ορισμού- οφείλει να αφορά το μέλλον και τις προθέσεις της ως προς αυτό.
Αντίστοιχα, πέραν της όποιας «προσήκουσας» κριτικής, η αντιπολίτευση καλείται να παραθέσει το δικό της «όραμα» ή εντέλει τη δική της στρατηγική ως αντίλογο ή αντιπρόταση, εφόσον επιθυμεί να δικαιώσει τον τίτλο της.
Τι εξ όλων αυτών είδαμε ή ακούσαμε χθες; Πόσες φορές εκστόμισαν τη λέξη «ανάπτυξη» οι φίλτατοι Α. Τσίπρας και Κ. Μητσοτάκης και σε ποια λεπτομέρεια ανέλυσαν το σχέδιό τους για την οικονομική ανάκαμψη του τόπου; Ελάχιστα έως μηδενικά.
Ο ίδιος ο κ. Μητσοτάκης εντόπισε το παράδοξο, λέγοντας, μεταξύ άλλων, «αντί να συζητούμε για το πώς θα μειώσουμε τους φόρους και τις εισφορές, πώς θα φέρουμε νέες επενδύσεις και νέες δουλειές, ασχολούμαστε με τα παιχνίδια εξουσίας του κ. Τσίπρα» και πρόσθεσε: «Αντί να περιγράφουμε τις θέσεις μας και το πώς θα συνδέσουμε την ανάπτυξη με τις αμοιβές, παρακολουθούμε τη μικρότητα και τον τυχοδιωκτισμό δύο κομμάτων που ταλαιπωρούν τη χώρα εδώ και τέσσερα χρόνια».
Υποστήριξε, δε, ότι «η Βουλή των Ελλήνων αξίζει πολύ καλύτερα από τη σημερινή συνεδρίαση».
Δύσκολα θα μπορούσε να διαφωνήσει κανείς μαζί του, επ’ αυτού.
Μολονότι ο κ. Τσίπρας ικανοποίησε, τουλάχιστον έως έναν βαθμό, τη συγκεκριμένη συνθήκη, παραθέτοντας τη συνταγματική αναθεώρηση ως τον μείζονα στόχο και απαριθμώντας μία σειρά μέτρων, όπως η αύξηση του κατώτατου μισθού, η ρύθμιση των 120 δόσεων για ασφαλιστικά χρέη, ο νόμος για την προστασία της Α’ κατοικίας ή ακόμη και τη ρύθμιση των σχέσεων κράτους - Εκκλησίας, ποιο ήταν το «όραμα» που επιχείρησε να ξεδιπλώσει για την οικονομική ανάταξη του τόπου;
Επί ποιου ζητουμένου θα έπρεπε να επαναβεβαιώσουν οι βουλευτές -και διαμέσου αυτών, θεωρητικώς, οι πολίτες- την εμπιστοσύνη τους προς την κυβέρνησή του;
Κατά ακριβώς τον ίδιο τρόπο, σε τι έχουν να προσδοκούν από τους διεκδικητές της εξουσίας και δη -βάσει των δημοσκοπήσεων- τον επικρατέστερο εξ αυτών, Κυριάκο Μητσοτάκη; Ποιο ήταν το «όραμα» που ο ίδιος ξεδίπλωσε ενώπιον της Βουλής;
Αντί οράματος και προοπτικών, το κοινοβουλευτικό σώμα και όσοι εκ των πολιτών παρακολούθησαν τη συζήτηση στη Βουλή εισέπραξαν πολύ λιγότερα.
Εισέπραξαν για ακόμη μία φορά τη στείρα αντιπαράθεση και την επαναλαμβανόμενη προσπάθεια απομείωσης και απαξίωσης πολιτικών αντιπάλων, ενώπιον του ακροατηρίου των και μεγάλης μερίδας του εκλογικού σώματος.
Υπό αυτό το πρίσμα, έχει δίκιο ο κ. Μητσοτάκης. Όντως αξίζουμε καλύτερα.
Μία χώρα η οποία έχει διέλθει όσα βίωσε η δική μας στη διάρκεια της τελευταίας δεκαετίας οφείλει να μην αρκείται στις αέναες μονομαχίες όσων κρατούν ή προσδοκούν να κρατήσουν τα ηνία της, αλλά δικαιούται να αναμένει λύσεις επί υπαρκτών προβλημάτων και πειστικές προτάσεις για την οικονομική της ανάκαμψη.
Αυτά δεν τα εισέπραξε χθες, ούτε από τους μεν ούτε από τους δε.
Είχαν αμφότεροι, δε, κάθε ευκαιρία…
Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.