Φίλτατοι, καλή σας ημέρα!
Με δεδομένο ότι κάθε ευρώ του πρωτογενούς πλεονάσματος είναι ένα ευρώ λιγότερο για την οικονομία και ότι στη Βουλή συζητείται ένα μεσοπρόθεσμο πρόγραμμα το οποίο προβλέπει πρωτογενή πλεονάσματα έως και 5,19% του ΑΕΠ, το 2022, μήπως έφθασε η ώρα να ανοίξουμε κάπως την κουβέντα για αυτόν τον περίφημο «δημοσιονομικό χώρο» και τους τρόπους αξιοποίησής του;
Ας μη γελιόμαστε, φίλτατοι.
Όποιες κι αν είναι οι απόψεις μας για το θέμα, σε λίγες ημέρες το μεσοπρόθεσμο πρόγραμμα που κατέθεσε η κυβέρνηση στη Βουλή, σε εκπλήρωση των τελευταίων μνημονιακών της δεσμεύσεων, θα είναι νόμος του κράτους.
Υπό το πρίσμα αυτό, μία συζήτηση σχετικά με τη μορφή που θα όφειλαν να έχουν τα εισπρακτικά μέτρα ή το ύψος των ετήσιων πρωτογενών πλεονασμάτων πέραν του στόχου του 3,5% για τον οποίο έχει δεσμευτεί η χώρα μας έως και το 2022 είναι, αν όχι ανώφελη, τουλάχιστον φιλολογικού χαρακτήρα. Μπορεί να αποτελεί πρόσφορο έδαφος πολιτικής αντιπαράθεσης, στο οικονομικό πεδίο όμως ελάχιστα μπορεί να συνεισφέρει.
Εκεί που υπάρχει έδαφος συζήτησης, ωστόσο, είναι ο τρόπος με τον οποίο θα αξιοποιηθεί από τη χώρα μας αυτός ο περίφημος «δημοσιονομικός χώρος» που θα προκύψει από τη διαφορά μεταξύ των υποχρεώσεών μας έναντι εταίρων και δανειστών και του τελικού ύψους του πρωτογενούς πλεονάσματος: ήτοι του «υπερπλεονάσματος».
Σύμφωνα με το Μεσοπρόθεσμο, εφέτος προβλέπεται πρωτογενές πλεόνασμα 3,56% του ΑΕΠ, το οποίο αυξάνεται σε 3,96% του ΑΕΠ το 2019, σε 4,15% του ΑΕΠ το 2020, σε 4,53% του ΑΕΠ το 2021 και σε 5,19% του ΑΕΠ το 2022.
Έτσι, από το 2019 και μετά θα υπάρξει επιπλέον δημοσιονομικός χώρος, τον οποίο η κυβέρνηση, όπως αναφέρεται στο ΜΠΔΣ, προτίθεται να αξιοποιήσει, ώστε, σε κάθε περίπτωση, το πρωτογενές αποτέλεσμα της περιόδου 2019-2022 να μην υπερβεί το 3,5% του ΑΕΠ.
Το 2019 θα διατεθούν από αυτόν τον δημοσιονομικό χώρο 700 εκατ. ευρώ αποκλειστικά σε παρεμβάσεις μείωσης των φορολογικών βαρών, το 2020 το αντίστοιχο ποσό θα διατεθεί κατά 75% σε νέες φορολογικές ελαφρύνσεις και κατά 25% σε κοινωνικές δαπάνες, ενώ το ποσό που αφορά τα έτη 2021-2022 θα διατεθεί ισόποσα μεταξύ φορολογικών ελαφρύνσεων και κοινωνικών δαπανών.
Εάν επαληθευτούν οι προβλέψεις της κυβέρνησης σχετικά με τον ρυθμό ανάπτυξης της οικονομίας (ξεκινούν από το 2% εφέτος, φτάνουν έως και 2,4% το 2019 και στη συνέχεια διαμορφώνονται κατά τρόπο φθίνοντα, 2,3% το 2020, 2,1% το 2021 και 1,8% το 2022) αλλά και την πορεία εκτέλεσης του προϋπολογισμού, δημιουργείται δημοσιονομικός χώρος ο οποίος για το 2019 ανέρχεται σε 700 εκατ. ευρώ, το 2020 σε 1,28 δισ. ευρώ, το 2021 σε 2,105 δισ. ευρώ και το 2022 υπολογίζεται σε 3,5 δισ. ευρώ.
Για μία οικονομία η οποία έχει υποστεί αθροιστική απώλεια ΑΕΠ άνω του 25% και έχει οδηγηθεί σε ασφυξία εξαιτίας της υπερφορολόγησης, η διάθεση ποσών αυτής της τάξης μεγέθους οφείλει να αποτελέσει αντικείμενο σοβαρού διαλόγου, ο οποίος υπερβαίνει όσα -πολλά- ήδη προβλέπονται στο υπό συζήτηση νομοσχέδιο στη Βουλή.
Όχι μόνον επειδή έτσι θα μπορεί να απομειωθεί η επιχειρηματολογία σχετικά με την αξιοποίηση των κεφαλαίων αυτών βάσει πελατειακών κριτηρίων από όποιους κρατούν τα ηνία της χώρας, αλλά κυριότερα επειδή πριν νομοθετηθούν αυτές οι παρεμβάσεις, η κυβέρνηση οφείλει να ακούσει και εκείνους οι οποίοι έβαλαν το χέρι στην τσέπη για να οδηγήσουν τον προϋπολογισμό σε πρωτογενή πλεονάσματα αυτής της τάξης μεγέθους.
Από έναν σοβαρό διάλογο, δε, αυτής της μορφής οφείλουν να μην απουσιάζουν ούτε οι παραγωγικοί και εργοδοτικοί φορείς αλλά ούτε και η αντιπολίτευση, η οποία έχει ήδη ταχθεί υπέρ της ανάγκης μείωσης της φορολογίας.
Εντέλει, με αφορμή το «μοίρασμα της πίτας», δεν θα ήταν μεμπτό να μιλήσουμε -κατά τρόπο νηφάλιο και σοβαρό, επιτέλους- για το πού πάει αυτός ο τόπος…
Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.