Φίλτατοι, καλή σας ημέρα!
Σχεδόν 60 χρόνια πολιτικού βίου δεν χωρούν στις γραμμές ενός σημειώματος όπως το παρόν.
Ούτε αποτελεί φιλοδοξία της στήλης η αποτίμηση της παρακαταθήκης ενός κορυφαίου Έλληνα πολιτικού όπως ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης.
Σε δύο στοιχεία, ωστόσο, οφείλουμε να σταθούμε. Ως ένδειξη σεβασμού, όχι μόνο στο έργο του ιδίου αλλά και στην αλήθεια.
Στην έμπρακτη συμβολή του για την εξασφάλιση εθνικής συμφιλίωσης και στην κρυστάλλινη οικονομική λογική του.
Μία λογική, η οποία έχει δικαιωθεί από πολλού χρόνου και εάν είχε γίνει νωρίτερα κτήμα ενός μεγαλύτερου τμήματος της κοινωνίας μας και των εκάστοτε πολιτικών εκπροσώπων της, θα είχαμε -κατά πάσα βεβαιότητα- διαφύγει των σημερινών περιπετειών μας.
Δομικές μεταρρυθμίσεις, που ακόμη αποτελούν ζητούμενο για την ελληνική οικονομία, εισήχθησαν στη σφαίρα του εγχώριου πολιτικού διαλόγου και κυριότερα άρχισαν να υλοποιούνται από τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη, για να αντιστραφούν στη συνέχεια από όσους τον ακολούθησαν στα ηνία της εξουσίας.
Μεταρρυθμίσεις, όπως οι ιδιωτικοποιήσεις και η αύξηση της αποτελεσματικότητας του δημόσιου τομέα, που κύριο στόχο είχαν τον τερματισμό των ελλειμμάτων αλλά και του ασφυκτικού κρατικού εναγκαλισμού επί της ελληνικής οικονομίας με την ταυτόχρονη απελευθέρωσή της από συντεχνίες και μεγάλα οικονομικά συμφέροντα.
Τη λεγόμενη «διαπλοκή», όπως ο ίδιος την είχε βαφτίσει.
«Είναι δυνατόν να συνεχίσουμε να καταναλίσκουμε δανειζόμενοι; Να τρώμε τις σάρκες μας και να υποθηκεύουμε το μέλλον των παιδιών μας και των εγγονών μας;» διερωτάτο ήδη από τη δεκαετία του ’90.
Ταυτόχρονα, ωστόσο, ομολογούσε πως «έχουμε πρόβλημα να πείσουμε τον ελληνικό λαό ότι δεν μπορούμε να συνεχίσουμε να ζούμε έτσι. Ότι δεν μπορούμε να ξοδεύουμε περισσότερα από αυτά που έχουμε. Ότι δεν μπορούμε να γίνουμε αργόμισθοι του κράτους, όλοι».
Αν και καθιστούσε σαφές ότι «δεν είμαι διατεθειμένος να αποκρύψω τίποτε από τον ελληνικό λαό, ούτε είμαι διατεθειμένος να πω πράγματα ευχάριστα και προπαντός να πράξω πράγματα, τα οποία δεν θα οδηγήσουν σε αποτέλεσμα».
Κατά τον ίδιο, ήταν από τότε ξεκάθαρο ότι «μόνον διά του ιδιωτικού τομέα θα πετύχουμε την ανάπτυξη».
Πλέον, ποιος εχέφρων αμφιβάλλει;
Αντίστοιχα σαφές ήταν για τον ίδιο, ήδη από το 1994, ότι «το τραγικό πρόβλημα της ελληνικής οικονομίας είναι ότι δεν αντέχει τα βάρη και τα ελλείμματα, ότι δεν είναι μακριά η στιγμή που η Ελλάδα δεν θα μπορεί πια να δανειστεί και θα καταφύγει ικέτης στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο».
Η πορεία του χρόνου, όμως, δεν δικαίωσε μόνο την οικονομική λογική του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη.
Κυριότερα, δικαίωσε τις προσπάθειες που ο ίδιος κατέβαλε, επί δεκαετίες, για την εξασφάλιση εθνικής συμφιλίωσης.
Δίχως τη Συμφωνία της Θερίσσου -μεσούσης της γερμανικής κατοχής-, που ο ίδιος ως επικεφαλής της Εθνικής Οργάνωσης Κρήτης (ΕΟΚ) είχε συντάξει και συνάψει με τον Μιλτιάδη Πορφυρογένη (ως εκπρόσωπο του ΕΑΜ), θα είχε διαφύγει η Κρήτη τα δεινά του Εμφυλίου;
Όπως είχε πει από το βήμα της Βουλής, το 1989, κατά τη διάρκεια της ομιλίας του για την άρση των συνεπειών του Εμφυλίου Πολέμου: «Ας μην επιτραπεί στα λάθη μας -και όλοι κάναμε λάθη- να καθορίζουν την πορεία μας και ας μην κρίνουμε τους αντιπάλους μας από τα δικά τους λάθη».
Πρόκειται για λόγια που παραμένουν επίκαιρα, όσο ποτέ.
Όπως επίκαιρο παραμένει και το όραμά του για τον τόπο: «Τι ονειρεύομαι για την Ελλάδα; Ονειρεύομαι τη θέση που της αξίζει στον καινούργιο κόσμο που ετοιμάζεται. Ονειρεύομαι μία Ελλάδα που να πρωτοπορεί, να ανταγωνίζεται αποτελεσματικά τις υπόλοιπες χώρες. Όχι μία Ελλάδα που να στηρίζεται στις παλιές δόξες που έχει ή που να επαιτεί εν ονόματι της ιστορίας της»…
Πόσο απέχουμε, όμως, ακόμη από αυτή την Ελλάδα…
Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.