Φίλτατοι, καλή σας ημέρα!
Η άρση των κεφαλαιακών περιορισμών στην Ισλανδία, στις αρχές της εβδομάδος, ορίζει και τυπικά το τέλος μίας κρίσης που άρχισε για αυτή τη χώρα τον Οκτώβριο του 2010.
Χρονιά-ορόσημο και για εμάς.
Τα προβλήματα της Ισλανδίας ήταν διαφορετικά από τα δικά μας, καθώς αφορούσαν κυρίως την κατάρρευση του χρηματοπιστωτικού τομέα της, ενώ για εμάς το διαβόητο δίδυμο έλλειμμα, δημοσιονομικό και εμπορικό. Όμως, σήμερα, εκείνοι μπορούν να αναφωνήσουν «τελειώσαμε» και να πάρουν επιτέλους μια «ανάσα», ενώ εμείς…
Μεταξύ Ελλάδας και Ισλανδίας είναι δύσκολες οι συγκρίσεις. Η Ισλανδία είναι μία χώρα με μόλις 330.000 κατοίκους, εκτός ΕΕ και με το δικό της νόμισμα, αλλά και με μία ελεύθερη οικονομία που λειτουργεί με όρους «αγοράς».
Σε απόλυτους όρους, το ΑΕΠ της είναι σχετικά χαμηλό, καθώς για το 2017 υπολογίζεται να διαμορφωθεί στα 21 δισ. δολ., όμως, σε κατά κεφαλήν όρους διαμορφώνεται σε 63,000 δολ., γεγονός που κατατάσσει τη χώρα στην πρώτη δεκάδα διεθνώς.
Κυριότερα, όμως, το ελληνικό ζήτημα δεν μπορεί να συγκριθεί με το ισλανδικό για έναν πολύ απλό λόγο, ο οποίος -κατά πάσα βεβαιότητα- υπερβαίνει κάθε άλλο μέτρο σύγκρισης.
Οι Ισλανδοί ομονόησαν για την εκπόνηση του σχεδίου που θα τους έβγαζε από την κρίση και το εφάρμοσαν έως το τέλος με την ίδια ομοψυχία.
Εντόπισαν το πρόβλημα και τα αίτιά του, τα οποία, εν προκειμένω, αφορούσαν τη λειτουργία του τραπεζικού συστήματος και την απουσία ορθής επίβλεψής του και αφού έστειλαν στη φυλακή τραπεζίτες που είχαν παραβιάσει τον νόμο και καταδίκασαν (δίχως να τον στείλουν στη φυλακή) ακόμη και πρώην πρωθυπουργό τους, σήκωσαν τα μανίκια και έφεραν σε πέρας το έργο τους.
Το έργο που από κοινού σχεδίασαν και εκτέλεσαν.
Δεν ήταν, δε, ένα απλό έργο. Πήραν σκληρά μέτρα λιτότητας, είχαν το ΔΝΤ στη χώρα τους επί σειρά ετών και αναγκάστηκαν να λάβουν σημαντικά δάνεια, κυρίως από σκανδιναβικές χώρες, για να ορθοποδήσουν.
Όμως, πλέον, μπορούν να πουν ότι τα κατάφεραν και ότι η κρίση είναι γι’ αυτούς παρελθόν, καθώς η οικονομία τους αναπτύσσεται με ρυθμό της τάξης του 3,7%, το τρέχον έτος.
Αυτή την κουβέντα εμείς δεν μπορούμε ακόμη να την πούμε και είναι βέβαιον ότι δεν θα μπορούμε να την πούμε για πολύ καιρό ακόμη.
Η απάντηση στο ερώτημα «γιατί;» αφορά, κυρίως, τους λόγους που μας εμπόδισαν να καταλήξουμε σε ένα πολύ απλό πράγμα: τα αίτια της κρίσης και τους τρόπους υπέρβασής τους.
Με άλλα λόγια, στην αδυναμία, τόσο της κοινωνίας μας όσο και των πολιτικών εκφραστών της να λειτουργήσουν με όρους ρεαλισμού και κοινής λογικής, ώστε να οδηγηθούν σε μία κοινά αποδεκτή οδό υπέρβασης της κρίσης.
Χρειαζόταν, άραγε, μνημόνιο για να δούμε ότι το κράτος ξόδευε πέρα από τις δυνατότητές του ή ότι η χώρα δεν παρήγαγε «πλούτο», δηλαδή, προϊόντα και υπηρεσίες που θα μπορούσε να εξάγει στο εξωτερικό;
Ακόμη κι όταν υπήρξε ένα «σχέδιο», με τη μορφή των εκάστοτε μνημονίων, υπήρξε κάποιου είδους «συναίνεση» στην εφαρμογή του, μπας και οδηγηθούμε «κάπου»;
Όχι μόνον δεν υπήρξε, όχι μόνον το λάβαρο του «αντιμνημονιακού» αγώνα το σήκωσαν, εναλλάξ ή ταυτοχρόνως, σχεδόν όλες οι πολιτικές δυνάμεις του τόπου -συμπεριλαμβανομένων ακόμη και εκείνων που υποτίθεται ότι εφάρμοζαν το μνημόνιο-, αλλά ουδέποτε επιχειρήθηκε η εκπόνηση ενός «δικού μας» σχεδίου, που θα συμπλήρωνε ή και θα υποκαθιστούσε το μνημόνιο!
Μήπως είναι καιρός να το «ξαναδούμε» το θέμα ή είναι πλέον πολύ αργά;
Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.