Φίλτατοι, καλή σας ημέρα!
Το μόνο που εξυπηρετεί η διατήρηση του έμμεσου «αφορολόγητου ορίου» στα παρόντα - κλιμακωτά επίπεδά του (8.636 ευρώ για την πλειονότητα των φορολογουμένων) είναι να πληρώνει φόρο στη χώρα μας μόνον ο ένας στους δύο φορολογούμενους.
Πρόκειται για μια τερατώδη κοινωνική αδικία, η οποία μάλιστα συντελείται με την επίκληση μιας ανύπαρκτης «φορολογικής δικαιοσύνης», βάσει της οποίας μια μεγάλη μερίδα φορολογουμένων δεν φορολογείται στη βάση των πραγματικών δυνατοτήτων της, όπως επιτάσσει το Σύνταγμα.
Εάν η κυβέρνηση όντως συναίνεσε κατά το πρόσφατο Eurogroup -όπως καθίσταται σαφές- στη μείωση του αφορολόγητου ορίου, τότε έπραξε απολύτως ορθά, υπό μία μόνον αίρεση: τη σημαντική ταυτόχρονη μείωση και των κατώτατων φορολογικών συντελεστών.
Είναι αδιανόητο, όταν οι απόλυτοι αριθμοί είναι τόσο χαμηλοί, να καλούνται να εισφέρουν ποσοστό 22% των εισοδημάτων τους, όπου διαμορφώνεται σήμερα ο κατώτατος φορολογικός συντελεστής, όσοι κερδίζουν πέντε ή έξι χιλιάδες ευρώ, ή εντέλει όπου «κάτσει η μπίλια» της διαπραγμάτευσης για το νέο αφορολόγητο όριο.
Εάν η κυβέρνηση επιθυμεί όντως να επιφέρει μια αίσθηση μεγαλύτερης κοινωνικής δικαιοσύνης στο φορολογικό σύστημα της χώρας, τότε οφείλει να διευρύνει τη φορολογική βάση και συνολικά τη φορολογητέα ύλη.
Κάτι το οποίο μπορεί να επιτευχθεί, πρώτον, με τη μείωση του αφορολόγητου ορίου από τα παρόντα επίπεδά του, όπως διακαώς ζητά το ΔΝΤ, με ταυτόχρονη όμως μείωση -σε μονοψήφια ποσοστά- του νέου κατώτατου φορολογικού συντελεστή και δεύτερον, με την πάταξη της φοροδιαφυγής.
Η συνολική αναδιαμόρφωση, δε, της κλίμακας φορολογικών συντελεστών μισθωτών και συνταξιούχων, στην οποία πλέον υπάγονται και οι ελεύθεροι επαγγελματίες -δίχως αφορολόγητο όριο- αλλά και οι αγρότες, κατά τρόπο δικαιότερο, θα «απάλυνε» την «ποινικοποίηση» στην οποία έχει οδηγηθεί η δυνατότητα του να κερδίζεις ετησίως πάνω από… 40.000 ευρώ σε αυτή τη χώρα.
Όχι μόνον εξαιρείται -στην πράξη- φορολογικών βαρών ο ένας στους δύο φορολογούμενους, αλλά ο έτερος -εκείνος ο οποίος ακόμη μπορεί να δουλεύει και να κερδίζει έναν «αξιοπρεπή» υπό τις περιστάσεις μισθό- είναι καταδικασμένος στο επαχθές καθεστώς της υπερφορολόγησης (φόροι εισοδήματος, ΕΝΦΙΑ, έκτ. εισφορά, τέλος επιτηδεύματος, αυξημένοι συντελεστές ΦΠΑ κ.ο.κ.), εξαιτίας και της αδυναμίας του κράτους να πατάξει τη φοροδιαφυγή.
Φίλτατοι, είναι απλά τα πράγματα.
Όσο κι αν ξεζουμίζουμε «την κότα», μετά από ένα σημείο χάνουμε τον χρόνο μας.
Το αίτημα του ΔΝΤ για τη διεύρυνση της φορολογικής βάσης και της φορολογητέας ύλης είναι δίκαιο -και πολύ περισσότερο- σε μια χώρα η οποία βρίσκεται υπό ένα τόσο βίαιο φορολογικό και ασφαλιστικό σύστημα, για όσους ακόμη εργάζονται και δη τους νεότερους.
Εάν η κυβέρνηση επιθυμεί να ασκήσει κοινωνική πολιτική, ευλόγως, μπορεί να το πράξει υιοθετώντας κριτήρια κοινωνικού περιεχομένου, βάσει του αριθμού των τέκνων ή των προστατευομένων μελών μιας οικογένειας.
Η διατήρηση, όμως, του σημερινού καθεστώτος υπερφορολόγησης και συνάμα απαλλαγής συγκεκριμένων εισοδηματικών ομάδων από οποιοδήποτε βάρος άμεσης φορολογίας είναι όχι μόνον ατελέσφορη αλλά και άδικη.
Η καλπάζουσα τάση αύξησης των ληξιπρόθεσμων οφειλών προς το Δημόσιο, με σταθερό ρυθμό άνω του ενός δισ. ευρώ μηνιαίως, αποτελεί τρανή απόδειξη του γεγονότος αυτού.
Ακόμη κι αν είναι έως έναν βαθμό πλασματική, καθώς συμπεριλαμβάνει πρόστιμα και προσαυξήσεις, καταδεικνύει ότι ο κόμπος έχει φτάσει στο χτένι για εκατοντάδες χιλιάδες ανθρώπους σε αυτή τη χώρα και ότι -άμεσα- κάτι πρέπει να γίνει, ώστε να αρθεί το αδιέξοδο.
Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.