Φίλτατοι, καλή σας ημέρα!
Με τη 15η Μαρτίου να ανοίγει από την Ολλανδία τη βεντάλια σειράς εκλογικών αναμετρήσεων φέτος στην καρδιά της Ευρώπης, τη Γαλλία να ακολουθεί τον προσεχή Μάιο και τη Γερμανία τον Σεπτέμβριο, ο πολιτικά ωφέλιμος χρόνος που έχει στη διάθεσή της η κυβέρνηση Τσίπρα για την ολοκλήρωση της διαπραγμάτευσής της με εταίρους και δανειστές εμφανίζεται ελάχιστος.
Η πρόσφατη «απώλεια» Ρέντσι, ενδεχομένως του πολιτικά πλέον φίλα προσκείμενου προς την κυβέρνηση της Αθήνας, θα συνοδευτεί, όπως δείχνουν τα πράγματα, από εκείνην του Φ. Ολάντ στις προεδρικές της Γαλλίας και στη θέση τους ενδέχεται να βρεθούν πρόσωπα -κατά πάσα βεβαιότητα- του «αντίπαλου στρατοπέδου» και πάντως απροσδιόριστης έως τώρα στάσης έναντι του ελληνικού ζητήματος.
Εάν, φερειπείν, νικητής του Β’ γύρου των προεδρικών εκλογών στη Γαλλία είναι όντως ο Φιγιόν, θα είναι -αν μη τι άλλο- ενδιαφέρον να ζητά η ελληνική κυβέρνηση ελάφρυνση των μέτρων λιτότητας, με τη μορφή χαμηλότερων πρωτογενών πλεονασμάτων, από έναν άνθρωπο που δηλώνει έτοιμος να εφαρμόσει ένα πρωτοφανούς έντασης πρόγραμμα λιτότητας στην… ίδια του τη χώρα.
Υπό το πρίσμα αυτό, τυχόν παράταση των διαπραγματεύσεων για την ολοκλήρωση της Β’ αξιολόγησης έως τα μέσα Φεβρουαρίου, πέραν των αρνητικών επιπτώσεων που συνεπάγεται για τις προοπτικές ανάκαμψης της ελληνικής οικονομίας, καθιστά το περιθώριο για την εξεύρεση μιας λύσης «πολιτικού χαρακτήρα» -εάν τούτη είναι όντως εφικτή- ασφυκτικό.
Αντίστοιχα, η λύση-πακέτο που δηλώνει ότι επιδιώκει η ελληνική κυβέρνηση -με την «παραχώρηση» του λεγόμενου «κόφτη» μετά το 2018, η οποία θα συμπεριλαμβάνει -κατά τις χθεσινές τοποθετήσεις του κ. Τζανακόπουλου- την υπόθεση των πλεονασμάτων και του χρέους, οφείλει να αποκλειστεί, δεδομένης της έως τώρα στάσης της Γερμανίας, η οποία μόνον οξύτερη μπορεί να καταστεί υπό το φως της άτυπης προεκλογικής περιόδου στην οποία εισέρχεται και η χώρα αυτή.
Με λίγα λόγια, με τη συνεδρίαση του Eurogroup της 26ης Ιανουαρίου να θεωρείται από πολλούς ήδη «χαμένη» -αν και το ελληνικό ζήτημα βρίσκεται στην κορυφή της ατζέντας της-, καθώς η διαπραγμάτευση δεν έχει καν εκκινήσει, εάν στο Eurogroup της 20ής Φεβρουαρίου δεν έχει επιτευχθεί λύση για το ελληνικό ζήτημα, οι προοπτικές εξεύρεσής της στη συνέχεια καθίστανται ιδιαίτερα δυσχερείς.
Όπως η πρόσφατη ιστορία έχει δείξει, εξάλλου, το «παιχνίδι» των καθυστερήσεων κατά κανόνα οδηγεί σε ζημίες…
Εάν όντως δεν έχει εξευρεθεί λύση έως το τέλος Φεβρουαρίου, όχι μόνον θα είναι ιδιαίτερα δυσχερές να επιβιβαστεί η Ελλάδα στο «τρένο» της ποσοτικής χαλάρωσης αλλά, κυριότερα, θα κινδυνεύσει με εκτροχιασμό η όποια -αμυδρή έως τώρα- διαδικασία ανάκαμψης της οικονομίας της, υπό το φως της παρατεταμένης αβεβαιότητας καθώς και της απουσίας χρηματοδότησης εκ μέρους των δανειστών μας.
Με τον χρόνο να κυλά εναντίον της, η κυβέρνηση Τσίπρα οφείλει, άρα, όχι μόνο να υιοθετήσει μια πολιτική ελαχιστοποίησης ζημιών για την οικονομική ζωή του τόπου, αλλά και να το πράξει σε κλίμα συνεννόησης με την αντιπολίτευση, στο πλαίσιο μιας εθνικής προσπάθειας για την έξοδο της χώρας από την κρίση.
Καλώς ή κακώς, αυτά είναι τα δεδομένα με τα οποία βρίσκεται αντιμέτωπη σήμερα η χώρα και με αυτά οφείλουμε να πορευτούμε.
Είναι απολύτως σαφές, δε, ότι ανεξαρτήτως της παρουσίας ή μη του ΔΝΤ στο ελληνικό πρόγραμμα, η προοπτική «νέων μέτρων» είναι ανοικτή.
Αυτό που δεν είναι σαφές, ωστόσο, είναι κατά πόσον θα μας δοθεί ακόμη μια ευκαιρία να λάβουμε αυτά τα μέτρα, εάν και το τρίτο μνημόνιο ναυαγήσει…
Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.