Φίλτατοι, καλή σας ημέρα!
Εφέτος όλα θα πάνε καλά!
Η ανάπτυξη θα επιστρέψει και μάλιστα με… πάταγο, της τάξης του 2,5%-2,7% του (μειωμένου από την πολύχρονη ύφεση) ΑΕΠ μας, η χώρα θα εισέλθει στην ποσοτική χαλάρωση της ΕΚΤ και σε έναν ενάρετο οικονομικό κύκλο, με στόχο την οριστική έξοδό της από την κρίση και την επιστροφή της στις αγορές, κάποια στιγμή πριν το τέλος του έτους.
Αυτό ήταν το κυρίαρχο (κυβερνητικό) αφήγημα από τον περασμένο Οκτώβριο, που έκλεισε -με ένα χρόνο καθυστέρηση- η α' αξιολόγηση.
Η β' αξιολόγηση, που άρχισε τον Νοέμβριο, αρχικά επρόκειτο να κλείσει έως τις 5 Δεκεμβρίου, στη συνέχεια στα τέλη του ίδιου μήνα, ενώ πλέον οι ελπίδες να έχει συμβεί αυτό έως τα τέλη του Ιανουαρίου και το Eurogroup της 26ης έχουν ατονήσει.
Ως αποτέλεσμα, οι μνήμες του α' εξαμήνου της διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ -αναπόφευκτα- επιστρέφουν.
Όσο αισιόδοξη κι αν είναι η θεώρηση του καθενός από εμάς αναφορικά με την πορεία των πραγμάτων, δεν είναι δυνατόν να αγνοηθεί το γεγονός ότι το σύνολο των προβλέψεων (του προϋπολογισμού, της Κομισιόν, του ΔΝΤ αλλά και ξένων οίκων) που μιλούν για ανάπτυξη αυτής της τάξης μεγέθους κατά το τρέχον έτος έχει ως κεντρική προϋπόθεση την ομαλή εκτέλεση του μνημονίου και την απρόσκοπτη ροή της χρηματοδότησης από τους εταίρους και δανειστές.
Δεν είναι δυνατόν, δηλαδή, να αγνοηθεί το γεγονός ότι εάν χαθεί και το ορόσημο του Φεβρουαρίου ή -ακόμη χειρότερα- του Μαρτίου, χάνεται επί της ουσίας το α' εξάμηνο και άρα η δυνατότητα της οικονομίας να καταγράψει την προβλεπόμενη άνοδο δραστηριότητας για φέτος.
Αντίθετα, όσο παρατείνεται η σημερινή αβεβαιότητα τόσο αποθαρρύνονται οι επενδύσεις, τόσο μειώνεται η εμπιστοσύνη ως προς την πορεία της οικονομίας και της δυνατότητάς της να επιστρέψει στις αγορές πριν τη λήξη του προγράμματος, στα μέσα του 2018.
Η συζήτηση σχετικά με τον ρόλο και το ενδεχόμενο συμμετοχής του ΔΝΤ στο ελληνικό πρόγραμμα είναι μακρά και δεν θα αναλωθούμε σε αυτήν. Εκεί, όμως, που αξίζει να σταθούμε είναι η παράμετρος της εμπιστοσύνης.
Το βασικό κυβερνητικό αφήγημα για την οικονομία θα μπορούσε -τουλάχιστον έως έναν βαθμό- να επαληθευτεί, ακόμη και χάρη στην περίφημη θεωρία του «πιεσμένου ελατηρίου», που τόσο επικαλούνταν τα κυβερνητικά στελέχη αναφορικά με τις δυνατότητές της να ανακάμψει.
Υπό τη ρητή προϋπόθεση, όμως, της ύπαρξης εμπιστοσύνης.
Εκείνης της εμπιστοσύνης που -θεωρητικά- θα απέρρεε από την υλοποίηση των δεσμεύσεων της κυβέρνησης Τσίπρα έναντι των εταίρων και δανειστών της χώρας, αλλά στην ουσία διερράγη με αφορμή την υπόθεση των παροχών του Δεκεμβρίου προς τους χαμηλοσυνταξιούχους, όπως υποστήριξε ο κ. Μάνφρεντ Βέμπερ, πρόεδρος της Κοινοβουλευτικής Ομάδας του ΕΛΚ, με συνέντευξή του στα «ΝΕΑ».
«Ήταν μονομερείς αποφάσεις, ενώ δύο ημέρες πριν είχε αποφασιστεί ελάφρυνση χρέους για την Ελλάδα από τους άλλους εταίρους. Όταν παίρνεις τον Δεκέμβριο το μήνυμα, θέλουμε να βοηθήσουμε την Ελλάδα με μειώσεις επιτοκίων και μερικές ημέρες αργότερα αποφασίζονται μέτρα χωρίς συνεννόηση, καταστρέφεται η εμπιστοσύνη», μας λέγει ο φίλτατος Βέμπερ.
Υπό το πρίσμα αυτό, πώς είναι δυνατόν να προχωρήσει η συζήτηση για μεσοπρόθεσμα μέτρα ελάφρυνσης για το χρέος -μετά τα βραχυπρόθεσμα που ήδη ελήφθησαν- εκ μέρους των Ευρωπαίων δανειστών μας;
Πώς είναι δυνατόν να υπάρξει ακόμη και ένας «έντιμος συμβιβασμός» με το ΔΝΤ, που ζητά είτε βιωσιμότητα του χρέους (άρα μέτρα ελάφρυνσής του από τους Ευρωπαίους), είτε επιπρόσθετα δημοσιονομικά μέτρα ύψους 4,5 δισ. ευρώ εκ μέρους της Ελλάδας, ώστε να «βγουν τα νούμερα»;
Εντέλει, γιατί πρέπει να περιμένουμε ότι θα υπάρξει αίσια και ταχεία κατάληξη της β' αξιολόγησης και βεβαίως επαλήθευση του βασικού κυβερνητικού σεναρίου για την πορεία πραγμάτων το 2017, ενόσω έχει χαθεί το κυριότερο συστατικό στοιχείο, αυτό της εμπιστοσύνης, για ακόμη μία φορά;
Κατά τα λοιπά, βεβαίως, μας φταίει ο... Σόιμπλε και το κακό ΔΝΤ.
Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.