Φίλτατοι, καλημέρα σας και χρόνια πολλά!
Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι δεκάδες ή και εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι, μεταξύ του 1,6 εκατ. συνταξιούχων που έλαβαν το έκτακτο επίδομα βοήθειας χθες, το είχαν απόλυτη ανάγκη.
Όχι για να «κάνουν Χριστούγεννα», αλλά για να θυμηθούν τι σημαίνει αξιοπρέπεια, έστω και προς στιγμήν, έστω και με μισό «ΕΚΑΣ».
Θα μπορούσαν να είχαν μοιραστεί αυτά τα χρήματα κατά τρόπο δικαιότερο, μεταξύ των ίδιων «δικαιούχων» ή μεταξύ των εκατοντάδων χιλιάδων ανέργων αυτής της χώρας, στη βάση του αθροιστικού ή και οικογενειακού εισοδήματος του καθενός; Ασφαλέστατα.
Θα μπορούσαν να είχαν δοθεί αυτά τα χρήματα, δηλαδή, το περίφημο «περίσσευμα» του πρωτογενούς πλεονάσματος, σε όσους χρωστά το ελληνικό δημόσιο, ώστε να ενισχυθεί και η ρευστότητα της αγοράς; Προφανώς.
Θα μπορούσαν να είχαν «επιστραφεί στους δικαιούχους», δηλαδή τον κάθε φορολογούμενο, ενδεχομένως με τη μορφή μειωμένων συντελεστών φορολόγησης ή συμψηφισμών κάποιου είδους; Ενδεχομένως.
Θα μπορούσαν, τέλος, να είχαν διατηρηθεί ως «μαξιλάρι» των δημοσιονομικών αποτελεσμάτων του επόμενου έτους, όπως μας λέγει μερίδα των θεσμών; Σαφέστατα.
Αντί όλων αυτών, ωστόσο, δόθηκαν με τον τρόπο που δόθηκαν και μάλιστα με μία βεβιασμένη απόφαση -όπως φάνηκε- και δίχως πρότερη ενημέρωση των εταίρων και δανειστών μας, όπως επίσης αποδείχθηκε.
Ως αποτέλεσμα, σήμερα η χώρα μας έχει εμπλακεί σε έναν πόλεμο «γοήτρου και αξιοπιστίας», ο οποίος λαμβάνει τη μορφή γραπτών δηλώσεων εγγύησης ότι πρακτικές του είδους αυτού δεν θα επαναληφθούν, ώστε να «ξεπαγώσουν» τα βραχυπρόθεσμα μέτρα για το χρέος, αλλά και μιας πολεμικής ρητορικής μεταξύ, κυρίως, Γερμανίας - Ελλάδος.
Υπό το φως αυτής της αντιπαράθεσης, δε, χάνεται το «δάσος» που αφορά στην ανάγκη ταχείας ολοκλήρωσης της β' αξιολόγησης του «ελληνικού προγράμματος», το τελικό διακύβευμα της οποίας δεν αφορά μόνον στη δυνατότητα ανάκαμψης της οικονομίας κατά το 2017, αλλά κυριότερα την επιβίωσή της και τη σταθερότητα σε αυτόν τον τόπο.
Με άλλα λόγια, βρεθήκαμε σε μια δεινή θέση κατά τη χειρότερη δυνατή στιγμή, «τζάμπα και βερεσέ», όπως λέει ο λαός μας.
Μας αντιμετωπίζουν κατά τρόπο «εμμονικό» οι δανειστές μας και επιδεικνύουν σπουδή άνευ περιεχομένου; Πιθανώς έως και ενδεχομένως.
Τουλάχιστον αυτό καταδεικνύει η ύπαρξη αντιδράσεων εκ μέρους ορισμένων ευρωπαϊκών κρατών στη σκληρή γραμμή που τηρεί ο φίλτατος Σόιμπλε και ο «πορτ παρόλ» του, επίσης φίλτατος κ. Ντάισελμπλουμ.
Έχουμε δώσει όμως και εμείς… δικαίωμα.
Όταν επί σχεδόν 7 χρόνια αρνούμεθα να αλλάξουμε τα κακώς κείμενα σε αυτόν τον τόπο, με αποτέλεσμα οι διαβόητες μεταρρυθμίσεις να μεταφέρονται δίκην άδικης κατάρας από μνημόνιο σε μνημόνιο, επειδή είτε τις «ψευτοπεράσαμε», είτε κοροϊδέψαμε ότι τις περάσαμε, είτε επειδή τις αγνοήσαμε εντελώς (διαλέξτε κατά περίπτωση), είναι σαφές ότι έχουμε δώσει δικαίωμα.
Όταν βρισκόμαστε στο μέσο μιας αξιολόγησης και οι θεσμοί είναι παρόντες στη χώρα μας, κατοικοεδρεύοντες σε κεντρικό αθηναϊκό ξενοδοχείο, και εμείς απλώς κάνουμε μια γενική μνεία σχετικά με τη διάθεση αυτού του βοηθήματος, αντί να εξασφαλίσουμε, αν όχι τη συναίνεση, τουλάχιστον την ανοχή τους ως προς τη χορήγησή του, τότε έχουμε δώσει δικαίωμα.
Υπό άλλες περιστάσεις, ίσως να μη γινόταν και τόσος ντόρος. Εξάλλου, όπως λέει και ο πρωθυπουργός, κυρίαρχο κράτος είμαστε και διαθέτουμε κατά πώς κρίνουμε τα λεφτά που μας περισσεύουν.
Κατά πώς φαίνεται, ίσως να μην είναι έτσι ακριβώς.
Για να γίνει έτσι ακριβώς, πρέπει πρώτα να παίξουμε επιτυχώς το παιχνίδι της αξιοπιστίας.
Αυτό το παιχνίδι στο οποίο χάσαμε αρχικά το 2010 και έκτοτε χάνουμε συστηματικά.
Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.