Φίλτατοι, καλή σας ημέρα!
Όταν τουλάχιστον ένα τμήμα του εκλογικού σώματος είναι τόσο δεκτικό στη σαγήνη των παροχών, όπως πρόσφατα κατέγραψε η MRB, πώς είναι δυνατόν οι πολιτικοί αυτού του τόπου να «αντισταθούν» σε αυτόν τον ολισθηρό δρόμο;
Αντιμέτωποι με φαινόμενα του είδους αυτού, εμφανίζονται ως «καταδικασμένοι» να τον ακολουθούν...
Οφείλουμε, όμως, να κινούμεθα όλοι στην πλάνη;
Η ένδεια και η μιζέρια, η αίσθηση ανάκτησης ενός τμήματος του ψευδεπίγραφου «μεγαλείου» ή ακόμη και της «κυριαρχίας» άλλων εποχών;
Όποιο κι αν ήταν το αίτιο που οδήγησε στο «κλείσιμο» της ψαλίδας μεταξύ ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ κατά 1,5% στις δύο μετρήσεις που πραγματοποίησε η εταιρία MRB, πριν και μετά τις εξαγγελίες Τσίπρα, το αποτέλεσμα παραμένει το ίδιο.
Ένα τμήμα του εκλογικού σώματος, εντός διαστήματος μόλις 10 ημερών (2-9/12 και 10-12/12), μετέβαλε κατά τρόπο ριζικό τις κομματικές του προτιμήσεις, δίχως να έχουν υπάρξει άλλα εναύσματα, από τη μία ή την άλλη πλευρά, που να δικαιολογούν την κίνησή του αυτή.
Η «επιβράβευση» ήρθε και έδειξε για ακόμη μια φορά την ισχύ του «εύκολου» δρόμου.
Τα επίχειρα αυτής της επιλογής τα είδαμε χθες, δια στόματος εκπροσώπου Ντάισελμπλουμ. Η παρέκκλιση από τον δύσκολο δρόμο, αυτόν της αξιοπιστίας και της τήρησης των συμπεφωνημένων ή εντέλει αυτόν του σεβασμού στην εξασφάλιση συναίνεσης ή έστω πρότερης συνεννόησης με τους εταίρους και δανειστές, σήμανε κόστος.
Κόστος οικονομικό, δεδομένου του οφέλους που θα είχε για τον δημόσιο κορβανά η ταχύτερη έναρξη των βραχυπρόθεσμων μέτρων ελάφρυνσης του χρέους, κόστος αξιοπιστίας έναντι των εταίρων μας αλλά και του διεθνούς (επενδυτικού;) περίγυρου και τέλος, κόστος πολιτικό, δεδομένου του πλήγματος γοήτρου που δέχεται έτσι προσωπικά ο πρωθυπουργός.
Κατά πόσον, δε, η υπόθεση αυτή θα επηρεάσει την ήδη δοκιμαζόμενη έκβαση της αξιολόγησης ή θα τεντώσει ακόμη περισσότερο τη διένεξη μεταξύ των ίδιων των θεσμών, ενισχύοντας την αρνητική επιχειρηματολογία που αναπτύσσει ένα τμήμα τους κατά της Ελλάδας, μέλλει να καταδειχθεί.
Ανεξαρτήτως των αιτίων, όμως, που ώθησαν τον κ. Τσίπρα στις πρόσφατες εξαγγελίες του για τους χαμηλοσυνταξιούχους, που θα μπορούσαν να αφορούν είτε μια ειλικρινή διάθεση συμπαράστασης στην καθημερινότητα χιλιάδων οικονομικά αδύναμων ανθρώπων, είτε σε αμιγώς ψηφοθηρικούς λόγους, είτε κάπου ανάμεσα, το «σφάλμα» -εάν υπάρχει- δεν οφείλεται στον ίδιο.
Οφείλεται στην πεποίθηση της συντριπτικής πλειονότητας των Ελλήνων πολιτικών ότι δουλειά τους είναι να «τάζουν» και ότι -κατά κανόνα- η τακτική αυτή αποδίδει.
Πρόκειται, δε, περί μίας ορθής διαπίστωσης.
Το ελληνικό εκλογικό σώμα ή τουλάχιστον ένα σημαντικό τμήμα του γαλουχήθηκε και εκπαιδεύτηκε, από τη δεκαετία του ’80 έως και σήμερα -ή ορθότερα έως την έναρξη της κρίσης- από τη συμπεριφορά αυτή, την οποία φρόντισαν να του υπενθυμίσουν επί μνημονιακών ετών τόσο ο φίλτατος κ. Σαμαράς, όσο και ο επίσης φίλτατος κ. Τσίπρας.
Πώς αλλιώς οδηγηθήκαμε στην κορύφωση του πελατειακού κράτους, της ευμενούς αντιμετώπισης των κατά καιρούς αιτημάτων συντεχνιών και συνδικάτων, των χαριστικών επιδομάτων ή και συντάξεων, ή των όποιων άλλων εκφάνσεων αυτής της πολιτικής περί «παροχών»;
Αυτή, όμως, φέρει ένα μεγάλο μέρος της ευθύνης για τη σημερινή μας κατάντια.
Σήμερα, με το «πάγωμα» -ίσως, πρόσκαιρο- των βραχυπρόθεσμων μέτρων ελάφρυνσης του χρέους και με τα νέα σύννεφα που σκιάζουν τις σχέσεις μας με τους εταίρους και δανειστές μας, έχουμε ακόμη μια ευκαιρία να αντιληφθούμε την ατραπό στην οποία μας οδηγούν οι παροχές.
Λέτε να «μάθουμε» τίποτε από αυτήν;
Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.