Δείτε εδώ την ειδική έκδοση

Ας είμαστε... ρεαλιστές!

Ο στόχος του πρωτογενούς πλεονάσματος 3,5% είναι, προφανώς, ιδιαίτερα υψηλός για οποιαδήποτε οικονομία, πολύ περισσότερο για τη δική μας. Το διακύβευμα, όμως, της συζήτησης για τη μείωσή του αφορά και στην αξιοπιστία μας.

Φίλτατοι, καλή σας ημέρα!

Όποιος επιθυμεί να διατηρεί την αξιοπιστία του ακέραιη, οφείλει να σέβεται την υπογραφή του και να εκπληρώνει τις δεσμεύσεις του.

Υπό αυτό το πρίσμα, η ανάληψη της δέσμευσης για πρωτογενή πλεονάσματα 3,5% του ΑΕΠ, μόλις προ 16 μηνών, συναρτάται άμεσα με την παράμετρο της αξιοπιστίας της χώρας.

Συνολικά και όχι μόνον έναντι των εταίρων και δανειστών της.

Το γεγονός ότι η τότε κυβέρνηση -υπό τον σημερινό πρωθυπουργό- έβαλε την υπογραφή της σε ένα κείμενο συμφωνίας που εμπεριείχε αυτόν τον εξοντωτικό -για κάθε οικονομία- όρο, μαρτυρά πολλά για το επίπεδο της τότε διαπραγμάτευσης, τα αποτελέσματα της οποίας βιώνουμε σήμερα.

Όχι μόνο ο υπουργός των Οικονομικών και τότε μέλος της ομάδας διαπραγμάτευσης, Ευκλείδης Τσακαλώτος, όχι μόνον ο -τότε και τώρα- κεντρικός τραπεζίτης της χώρας Γιάννης Στουρνάρας, όχι μόνον το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, αλλά ακόμη και ο επικεφαλής του Eurogroup Γερούν Ντάισελμπλουμ, δηλαδή ο θεσμικός εκπρόσωπος των δανειστών μας, θεωρούν πλέον ως υπέρμετρα υψηλό τον πήχη αυτόν και καλούν για ρεαλιστικότερους στόχους.

Απαντώντας σε ερώτηση του Δημήτρη Παπαδημούλη για τα πρωτογενή πλεονάσματα μετά το 2018, ο Ντάισελμπλουμ δήλωσε ότι πρέπει να βρούμε ρεαλιστικές λύσεις και αυτό θα είναι ένα σημαντικό θέμα στο Eurogroup. “Το ΔΝΤ έχει επιχείρημα όταν λέει ότι το 3,5% είναι «τεράστιο βάρος» και πρέπει να το δούμε”... σημείωσε ο φίλτατος Γερούν.

Κατά πόσον ο πήχης πρέπει να μπει στο 1,5% που λέει το ΔΝΤ ή στο 2,0% που λέει ο φίλτατος Στουρνάρας, ή στο 2,5% που ζήτησε χθες ο εξίσου φίλτατος Τσακαλώτος, είναι ένα θέμα προς συζήτηση...

Αυτό που οφείλει να μην τίθεται -πλέον- ούτε κατά διάνοια ως αντικείμενο “κουβέντας”, είναι το επίπεδο της αξιοπιστίας της χώρας. Η πρόσφατη, δε, δημόσια τοποθέτηση Τσακαλώτου, πως η συζήτηση για τα πρωτογενή πλεονάσματα πρέπει να αφορά την περίοδο μετά το 2018, βοηθά ιδιαίτερα προς αυτή την κατεύθυνση.

Αντίθετα, ελάχιστη υπηρεσία προσφέρει προς την εξασφάλιση του ιδίου σκοπού, τόσο η υπαναχώρησή μας από αναληφθείσες -και ήδη εκπληρωθείσες- δεσμεύσεις, όσο και η απουσία βούλησης στην εκπλήρωση άλλων, που εξακολουθούν να παραμένουν κενό γράμμα και μεταφέρονται δίκην “άδικης κατάρας”, από το ένα μνημόνιο στο επόμενο.

Εάν υπάρχει ένας λόγος για τον οποίο αυτή η χώρα τέθηκε εκτός αγορών και εξακολουθεί να παραμένει αντικείμενο “στήριξης” εκ μέρους των δανειστών της, τούτος, δίχως αμφιβολία, αφορά στην απώλεια της αξιοπιστίας της.

Σήμερα, τρία μνημόνια και 6,5 χρόνια αργότερα, ελλοχεύει ο κίνδυνος ενός νέου μνημονίου -ή μάλλον η βεβαιότητά του-, δεδομένης της πρωτοφανούς ανεπάρκειας και απουσίας βούλησης εκ μέρους όλων όσοι κράτησαν τα ηνία της χώρας κατά το διάστημα αυτό, να καταδείξουν ότι η Ελλάδα μπορεί να θεραπεύσει τις παθογένειες που την οδήγησαν στη χρεοκοπία και να φανεί για ακόμη μία φορά ένας αξιόπιστος συνομιλητής.

Εάν είχαμε ανακτήσει έστω και ένα τμήμα αυτής της αρετής, θα ήταν άραγε απαραίτητο να μας υποβάλλουν στη βάσανο της δόσης, της υποδόσης και της όποιας τμηματικής καταβολής -έναντι μέτρων και μεταρρυθμίσεων- κάθε φορά που πρόκειται να γίνει μία εκταμίευση για τη χώρα μας;

Εάν είχαμε ανακτήσει έστω και ένα τμήμα αυτής της χαμένης αξιοπιστίας, δεν θα μπορούσαμε να είχαμε επιστρέψει στις αγορές εδώ και χρόνια, όπως έκαναν άλλες χώρες, οι οποίες μπήκαν σε μνημόνιο μετά από εμάς και βγήκαν νωρίτερα από εμάς;

Ας είμαστε ρεαλιστές, φίλτατοι, διότι άλλος δρόμος δεν υπάρχει.

Οι στόχοι για ετήσια πρωτογενή πλεονάσματα της τάξης του 3,5% είναι ασφυκτικοί ακόμη και για μία ακμάζουσα οικονομία, πολύ περισσότερο για μία οικονομία στην κατάσταση της δικής μας.

Κάθε σεντ από αυτά τα χρήματα, που υπολογίζονται σε ποσό άνω των 6 δισ. ευρώ ετησίως, αφαιρείται από την οικονομία και μειώνει τις δυνατότητές της να ανακάμψει.

Για μία χώρα, η οποία έχει ήδη χάσει ποσοστό άνω του 25% του ετησίως παραγόμενου πλούτου της, αυτό το επίπεδο είναι αβάσταχτο και οφείλει να αναθεωρηθεί.

Αυτό το οποίο, ωστόσο, δεν επιδέχεται αναθεωρήσεως είναι η δέσμευση της χώρας να αλλάξει, προχωρώντας σε όλες εκείνες τις βαθιές τομές που χρειάζονται, ώστε να μπορέσει να σταθεί μόνη της στα πόδια της, δίχως τη βοήθεια εταίρων και δανειστών.

Είναι κατανοητό αυτό;


Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.

ΣΧΟΛΙΑ ΧΡΗΣΤΩΝ

blog comments powered by Disqus
v