Φίλτατοι, καλή σας ημέρα!
Η Ελλάδα τέθηκε εκτός αγορών στις αρχές της Άνοιξης του 2010, επειδή δεν την πίστευαν.
Σήμερα, 6,5 χρόνια μετά, παραμένει εκτός αγορών ακριβώς για τον ίδιο λόγο.
Μολονότι η χώρα μας έχει πραγματοποιήσει, πιθανότατα, τη μεγαλύτερη δημοσιονομική προσαρμογή στην παγκόσμια οικονομική ιστορία -σε καιρό ειρήνης-, οδηγώντας τον προϋπολογισμό της από έλλειμμα της τάξης του 15% του ΑΕΠ σε πρωτογενές πλεόνασμα άνω του 1%, παραμένει εκτός αγορών, κυρίως εξαιτίας του ελλείμματος αξιοπιστίας που εξακολουθεί να εμφανίζει.
Προφανώς, η βιωσιμότητα του δημόσιου χρέους της, η σχέση του οποίου ως προς το ΑΕΠ διαμορφωνόταν στο επίπεδο του 179,2% το Β’ τρίμηνο του 2016 (Eurostat), αποτελεί παράμετρο καίριας σημασίας στην εξίσωση αυτή.
Υπό τις παρούσες συνθήκες, το ΔΝΤ κρίνει ότι το χρέος μας δεν είναι βιώσιμο, εξού και η σχετική… δυστοκία του στην εκπόνηση του περίφημου Debt Sustainability Analysis (DSA) για την Ελλάδα.
Άρα, η ομαλή εξυπηρέτηση του χρέους προϋποθέτει είτε την αναδιάρθρωσή του -ή εντέλει τον επαναπροσδιορισμό του προφίλ του-, από πλευράς ωριμάνσεων και επιτοκιακού κόστους, είτε μια πραγματική αναπτυξιακή έκρηξη, ούτως ώστε να αποκλιμακωθεί ο λόγος χρέους προς ΑΕΠ.
Έτσι όπως στέκουν σήμερα τα πράγματα, υπάρχουν σαφείς αμφιβολίες για αμφότερα αυτά τα ενδεχόμενα.
Ευλόγως, η απώλεια ποσοστού άνω του 25% του ετησίως παραγόμενου πλούτου, στη διάρκεια των τελευταίων μνημονιακών ετών, αφορά στην παραπάνω σχέση.
Ακόμη, όμως, κι αν -κατά τρόπο «μαγικό»- διαγραφόταν το σύνολο του ελληνικού δημόσιου χρέους, ποιος -με κάθε ειλικρίνεια- πιστεύει ότι αυτό δεν θα άγγιζε σταδιακά και πάλι δυσθεώρητα και πιθανότατα μη βιώσιμα ύψη, σε κάποιο εύρος χρόνου;
Η πεποίθηση αυτή ακουμπά τα αίτια του προβλήματος.
Το γεγονός, δηλαδή, ότι η χώρα μας αντιμετωπίζεται ως ένας τόπος ο οποίος ουδέποτε ενστερνίστηκε την ανάγκη απαλλαγής του από τους λόγους για τους οποίους οδηγήθηκε σε χρεοκοπία, αποδεχόμενος έτσι την ανάγκη πραγματικής αλλαγής του τρόπου με τον οποίο πορεύεται η οικονομία του.
Η επιφυλακτικότητα που εξακολουθεί να χαρακτηρίζει τη στάση του διεθνούς επενδυτικού κοινού έναντι των ελληνικών ομολόγων αντικατοπτρίζει ακριβώς αυτή την πεποίθηση.
Σε μεγάλο βαθμό, δικαίως.
Η μία μετά την άλλη, διαδοχικές κυβερνήσεις αυτού του τόπου -με ελάχιστες εξαιρέσεις- επέδειξαν μια πρωτοφανή αντίσταση στην προώθηση των απαραίτητων εκείνων μεταρρυθμίσεων που θα απελευθέρωναν την ελληνική οικονομία από τα σημερινά δεσμά της.
Από την τακτική του «τα ψηφίζουμε αλλά με πόνο καρδιάς», των κυβερνήσεων ΠΑΣΟΚ του 2010, έως τα Ζάππεια του φίλτατου κ. Σαμαρά και το «θα σκίσουμε τα μνημόνια με ένα άρθρο και έναν νόμο», του επίσης φίλτατου κ. Τσίπρα, είδαμε τις κυριότερες πολιτικές παρατάξεις του τόπου να μεταπίπτουν από διάφορα στάδια άρνησης, σε αντιστοίχως ποικίλα στάδια αποδοχής, αλλά ουδέποτε να αναλαμβάνουν τη λεγομένη «ιδιοκτησία» του προγράμματος προσαρμογής της οικονομίας.
Ουδείς, δε, εξ αυτών των αρνητών και πολέμιων της εφαρμογής του προγράμματος παρουσίασε -ως αιτιολόγηση της άρνησής του- ένα ολοκληρωμένο και πειστικό σχέδιο ανάταξης της χώρας.
Η στάση τους αυτή, φυσικά, αντικατόπτριζε τις πελατειακές σχέσεις που οι πολιτικοί φορείς διατηρούν με σειρά επαγγελματικών και κλαδικών συντεχνιών καθώς και μεμονωμένων ή οργανωμένων συμφερόντων κάθε λογής.
Αντικατόπτριζε, άρα, ένα τμήμα και όχι το σύνολο της κοινωνίας, όπως εύστοχα παρατήρησε χθες, στη διάρκεια εκδήλωσης της «διαΝΕΟσις», ο πρόεδρος της Eurobank κ. Ν. Καραμούζης.
Ανεξάρτητα από τις λύσεις που ο ίδιος προτείνει ως την οδό εξόδου από την κρίση, εάν η ελληνική κοινωνία και βεβαίως το πολιτικό της προσωπικό δεν ενστερνιστούν την ανάγκη αλλαγής του τρόπου με τον οποίο πορεύεται η χώρα, ας μην αναρωτιόμαστε σχετικά με τους λόγους που μας κρατούν σε αυτή την κρίση.
Κυριότερα, δε, ας μην αναρωτιόμαστε γιατί ουδείς μάς εμπιστεύεται με τα χρήματά του.
Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.