Φίλτατοι, καλή σας ημέρα!
Το αίτημα ελάφρυνσης του ελληνικού δημόσιου χρέους είναι, ίσως, ώριμο. Αυτές που δεν έχουν ωριμάσει ακόμη, ωστόσο, εμφανίζονται να είναι οι συνθήκες υπό τις οποίες τούτο θα γίνει αποδεκτό.
Με την κυριότερη εκ των δανειστών μας, Γερμανία, να οδεύει το επόμενο έτος σε εθνικές εκλογές, ακόμη και η μνεία του ενδεχόμενου απομείωσης ή τουλάχιστον ελάφρυνσης του ελληνικού δημόσιου χρέους προκαλεί αποστροφή σε μεγάλο μέρος του εκλογικού σώματος και του πολιτικού προσωπικού της χώρας αυτής.
Είναι ιδιαίτερα οξύμωρο, δε, το γεγονός ότι το κυριότερο εμπόδιο για την έναρξη της συζήτησης του θέματος αυτού στη Γερμανία άπτεται πολιτικών παραμέτρων, αντίστοιχες των οποίων ώθησαν πέρυσι το καλοκαίρι τον υπουργό Οικονομικών της χώρας αυτής Β. Σόιμπλε να προτάξει -και να υποσχεθεί προς την Μπούντεσταγκ- τη συμμετοχή του ΔΝΤ ως ανεξάρτητου τεχνοκρατικού φορέα στο ελληνικό πρόγραμμα, δίκην αντίβαρου στην πολιτικά επηρεαζόμενη Κομισιόν.
Έτσι, λοιπόν, παρά τις «καλές καγαθές» προθέσεις που διατύπωσε ο απερχόμενος Αμερικανός πρόεδρος Μπαράκ Ομπάμα κατά την παραμονή του στην Αθήνα, αναφορικά με την ανάγκη ελάφρυνσης του ελληνικού δημόσιου χρέους, ας μην κρατάμε μεγάλο καλάθι σχετικά με τα αποτελέσματα της όποιας παρέμβασης κάνει προς την κατεύθυνση αυτή, ενόσω βρίσκεται στο Βερολίνο.
Ο δρόμος προς την ευημερία δεν εξασφαλίζεται μόνον διαμέσου της λιτότητας, μας είπε ο φίλτατος Ομπάμα, ενώ κυβερνητικές πηγές στην Αθήνα έσπευδαν να επισημάνουν τη μετατόπιση θέσης, εντοπίζοντας τη φράση «κάνατε μεταρρυθμίσεις, ώρα να δούμε το χρέος», η οποία αντικατέστησε την προηγούμενη θέση του Αμερικανού προέδρου, «κάντε μεταρρυθμίσεις για να ξεκινήσει και η ρύθμιση για το χρέος»…
Έτσι, αν και η Αθήνα μπορεί να άκουσε αυτά τα οποία επιθυμούσε από τα χείλη του κ. Ομπάμα, το Βερολίνο, κατά πάσα βεβαιότητα, θα εμφανιστεί για ακόμη μια φορά κωφό.
Παραμένει, δε, κωφό υπό το φως και του συχνά λαϊκιστικού τρόπου με τον οποίο ένα σημαντικό μέρος του πολιτικού του προσωπικού έχει διαχειριστεί την ελληνική κρίση έναντι της γερμανικής κοινής γνώμης.
Προσφέρει «κακή υπηρεσία» στην Ελλάδα όποιος μιλά για ανακούφιση χρέους, φέρεται, σύμφωνα με την εφημερίδα Neue Presse, να δήλωσε ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, απαντώντας εμμέσως πλην σαφώς στις τοποθετήσεις Ομπάμα στην Αθήνα.
Η επιχειρηματολογία ως προς την ορθότητα της θέσης αυτής, που αναπτύσσει ο κ. Σόιμπλε, δεν αφορά βεβαίως τις επικείμενες γερμανικές εκλογές αλλά την εκτίμηση ότι η ελληνική οικονομία έχει ακόμη μακρύ μεταρρυθμιστικό δρόμο να διανύσει έως ότου καταστεί για ακόμη μια φορά ανταγωνιστική, ή η λειτουργία του δημόσιου τομέα της αποτελεσματική.
Η αλήθεια του πράγματος, δε, είναι ότι δεν έχει άδικο.
Ο προϋπολογισμός της χώρας μπορεί πλέον να είναι σε θέση να παράγει πρωτογενή πλεονάσματα και άρα να μην έχει ανάγκη περαιτέρω «προσαρμογής», όμως τούτο έχει καταστεί δυνατό κυρίως χάρη στην πολιτική της υπερφορολόγησης, η οποία δεν είναι δυνατόν να διατηρηθεί εις το διηνεκές.
Ταυτόχρονα, το έτερο μεγάλο έλλειμμα, που αφορά στην απουσία ανταγωνιστικότητας, παραμένει οξύ, υπό το φως της συνεχιζόμενης απουσίας βούλησης εκ μέρους σχεδόν του συνόλου όσων κράτησαν τα ηνία της χώρας κατά τη διάρκεια των τελευταίων ετών να προωθήσουν τις απαραίτητες μεταρρυθμίσεις στην οικονομία και τη λειτουργία του κράτους.
Έτσι, τυχόν ελάφρυνση του χρέους, κατά την παρούσα χρονική συγκυρία, θα συνιστούσε αφορμή για παλινδρομήσεις ή και ευθεία υπαναχώρηση από την εφαρμογή του «προγράμματος» εκ μέρους της Ελλάδας, σύμφωνα με την κρατούσα γερμανική άποψη, η οποία δεν είναι εντελώς εσφαλμένη.
Αυτό, όμως, εντέλει είναι και το κόστος της απουσίας αξιοπιστίας εκ μέρους της χώρας μας.
Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.