Φίλτατοι, καλή σας ημέρα!
Παρά τα μνημειώδη λάθη σε ορισμένες εκ των προβλέψεών του αλλά και τα αντιστοίχως εκκωφαντικά mea culpa που έχει κατά καιρούς αναφωνήσει στην πορεία του ελληνικού προγράμματος προσαρμογής, το ΔΝΤ έχει δύο «καλά».
Πρώτον, ότι πλέον φαίνεται να έχει μάθει το «μαγαζί» που λέγεται Ελλάδα και δεύτερον, ότι δεν έχει -ορατές- πολιτικές σκοπιμότητες, σε αντίθεση με εκείνες που εμφανίζουν οι λοιποί εταίροι μας, τουλάχιστον κατά τις εκάστοτε εθνικές εκλογικές αναμετρήσεις τους.
Υπό το πρίσμα αυτό, οι απόψεις που διατυπώνει, από πολλού χρόνου τώρα, αναφορικά με την ανάγκη αναδιάρθρωσης του ελληνικού δημόσιου χρέους αντικατοπτρίζουν τόσο τις εκτιμήσεις του για τις δυνατότητες της εθνικής οικονομίας μας, όσο και για τις κοινωνικές «αντοχές» στην Ελλάδα, όπως και η ίδια η -καθ' όλα φιλτάτη- Κρ. Λαγκάρντ έχει ομολογήσει.
Πέραν των χθεσινών του τοποθετήσεων -πρωτόγνωρων για την ευθύτητά τους- αναφορικά με την ανάγκη αναπροσαρμογής των στόχων περί πρωτογενών πλεονασμάτων (Fiscal Monitor), οι οποίες σημειώνονται εις επίρρωση αντίστοιχων τοποθετήσεων που έχει διατυπώσει η κυβέρνηση, η αξιωματική αλλά και η ελάσσονα αντιπολίτευση καθώς και η Τράπεζα της Ελλάδος, το ΔΝΤ επιδιώκει -και έχει μάλιστα θέσει ως όρο για την επιστροφή του στο ελληνικό πρόγραμμα- τη ριζική βελτίωση των όρων εξυπηρέτησης του δημόσιου χρέους.
Πλέον, δε, οι θέσεις του εμφανίζονται να υπερκεράζουν ακόμη και τις πλέον φιλόδοξες διεκδικήσεις της ελληνικής πλευράς (2%) καθώς το Ταμείο εκτιμά ότι δεν είναι εφικτή η εξασφάλιση πρωτογενών πλεονασμάτων υψηλότερων του 1,6% έως το έτος… 2021.
Δεδομένου του διακαούς πόθου των Ευρωπαίων εταίρων μας και ειδικά των Γερμανών για την παρουσία του ΔΝΤ στο ελληνικό πρόγραμμα, ούτως ώστε να μην τίθεται εν αμφιβόλω ο τεχνοκρατικός του χαρακτήρας, το ΔΝΤ καθίσταται -εξ ορισμού- ο σημαντικότερος σύμμαχος της χώρας στη διεκδίκηση, πρώτον, σημαντικής και άμεσης ελάφρυνσης του χρέους και δεύτερον -κατά συνέπεια-, χαμηλότερων στόχων πρωτογενών πλεονασμάτων.
Υπάρχει, όμως, και ένα «ναι μεν, αλλά» στην όλη υπόθεση.
Δεδομένου ότι πλέον το ΔΝΤ -μετά από τόσα χρόνια μνημονίου και άμεσης εμπλοκής του στη χώρα- έχει μάθει το «μαγαζί» που λέγεται Ελλάδα, γνωρίζει πολύ καλά πως δίχως μεταρρυθμίσεις και βαθιές διαρθρωτικές αλλαγές, προκοπή δεν θα δούμε σε αυτόν τον τόπο.
Έτσι, λοιπόν, κατά τρόπο ιδιαίτερα παράδοξο, το «quid pro quo» που καλείται -επιτέλους- να κάνει η χώρα μας, ώστε να συνεχίσει να έχει στο πλευρό της έναν τόσο ισχυρό σύμμαχο όπως το ΔΝΤ, είναι να… αναμορφωθεί.
Να κάνει, με λίγα λόγια, όλες εκείνες τις μεταρρυθμίσεις που πεισματικά αρνείται να υλοποιήσει στη διάρκεια των τελευταίων -έξι και κάτι- μνημονιακών ετών.
Για την ακρίβεια, η εμμονή του ΔΝΤ σε ριζική αναδιάρθρωση του χρέους αλλά και χαμηλότερους στόχους πρωτογενών πλεονασμάτων αντικατοπτρίζει τη σαφή πεποίθησή του ότι η απουσία μεταρρυθμιστικού έργου έως τώρα έχει καταστήσει τη χώρα μας αδύναμη να ανταποκριθεί στις μέχρι τούδε δεσμεύσεις της ως προς τους στόχους αυτούς.
Πρόκειται για μια σαφή παραδοξότητα, η οποία όμως αναδύεται σε όλο το εύρος και το μήκος του ελληνικού προγράμματος προσαρμογής.
Η Ελλάδα, ούτε με τα προηγούμενα μνημόνια αλλά ούτε και με το τρέχον, το οποίο προβλέπει και τη γνωστή περίοδο «χάριτος» έως το 2018 σε ό,τι αφορά στο ύψος αυτών των πλεονασμάτων, κατόρθωσε να εκμεταλλευτεί τον χρόνο που της δόθηκε, με τη μορφή χαμηλότοκων χρηματοδοτήσεων, ώστε να αναμορφώσει το μοντέλο οικονομικής λειτουργίας της και να αυξήσει την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας της.
Έτσι, λοιπόν, πλέον θεωρείται αδύναμη να ανταποκριθεί στις δεσμεύσεις της, τουλάχιστον βάσει όσων μας λέει το ΔΝΤ.
Δεν είναι κάτι για το οποίο μπορούμε να υπερηφανευόμαστε.
Αντίθετα, συνιστά προτροπή για έργα…
Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.