Φίλτατοι, καλή σας ημέρα!
Η ψήφιση των «προαπαιτούμενων» χθες βράδυ στη Βουλή, με στόχο την εκταμίευση της «υποδόσης» των 2,8 δισ. ευρώ, σηματοδοτεί καθυστέρηση ακριβώς ενός έτους στην ολοκλήρωση της πρώτης αξιολόγησης του μνημονίου που έχει συνάψει η χώρα μας με τους δανειστές της.
Με άλλα λόγια, οδηγεί την εκτέλεση του μνημονίου κατά ακριβώς έναν χρόνο πίσω, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την οικονομική πορεία της χώρας, συμπεριλαμβανομένης βεβαίως της ασφυκτικής απουσίας ρευστότητας που αυτή αντιμετωπίζει.
Εάν παραβλέψουμε, προς στιγμήν και χάριν συζητήσεως, τις καταστροφικές συνέπειες που είχαν για την οικονομία οι επτάμηνες διαπραγματεύσεις της πρώτης κυβέρνησης Τσίπρα, την ύπαρξη των οποίων μας υπενθύμισε πρόσφατα ο φίλτατος κ. Ντομπρόβσκις της Κομισιόν, αλλά και την επιβολή των κεφαλαιακών περιορισμών που ακόμη υφιστάμεθα, η ειδοποιός διαφορά -και σαφές προτέρημα- του τρέχοντος μνημονίου έναντι του προηγουμένου είναι οι στόχοι πρωτογενών πλεονασμάτων που πρέπει να εμφανίσει η χώρα έως το 2018.
Πρόκειται για επίπεδα πρωτογενούς πλεονάσματος -δηλαδή των χρημάτων που «περισσεύουν» ως λειτουργικό αποτέλεσμα από τον προϋπολογισμό και συνάμα «αφαιρούνται από την οικονομία»- τα οποία συνιστούν μια πραγματική «ανάσα» για τους συντελεστές αυτής της οικονομίας, συγκρινόμενα με τους στόχους που έθετε το προηγούμενο μνημόνιο (4,5% έως το 2015), καθώς διαμορφώθηκαν με το τρέχον μνημόνιο σε -0,25% για το 2015, 0,5% για εφέτος, 1,75% για το 2017 και 3,5% για το 2018 και μετά.
Διαμορφώθηκαν, δε, σε αυτά τα επίπεδα, ακριβώς ως αναγνώριση του γεγονότος ότι η χώρα βρισκόταν «στη βαθύτερη ύφεση που έχει καταγράψει ποτέ» (… its deepest recorded recession), παρέχοντάς της έτσι μια ευκαιρία να «ανασάνει» και να ανακάμψει.
Ακριβώς αυτή είναι εξάλλου και η επιχειρηματολογία που χρησιμοποιεί τόσο ο φίλτατος κ. Τσίπρας, όσο και ο επίσης φίλτατος κ. Στουρνάρας, όπως και τόσοι άλλοι, συμπεριλαμβανομένου του φίλτατου κ. Μητσοτάκη αλλά και του ΔΝΤ, όταν υποστηρίζουν ότι απαιτείται μια σοβαρή βελτίωση των όρων εξυπηρέτησης του δημόσιου χρέους, η οποία θα επιτρέψει τη μείωση των στόχων πρωτογενούς πλεονάσματος σε βιώσιμα επίπεδα, περί το 2%, έναντι του 3,5% που προβλέπει η παρούσα συμφωνία μετά το 2018.
Αυτή είναι η περίοδος «χάριτος» που εξασφάλισε η προηγούμενη κυβέρνηση Τσίπρα στη χώρα, υπογράφοντας το Γ’ μνημόνιο και οδηγώντας τον ΣΥΡΙΖΑ σε διάσπαση.
Πρόκειται για μια περίοδο στη διάρκεια της οποίας η χώρα οφείλει να εκπληρώσει το σύνολο των δεσμεύσεων που ανέλαβε υπογράφοντας το τρέχον μνημόνιο και να προωθήσει τις μεγάλες διαρθρωτικές αλλαγές τις οποίες έχει ανάγκη ο τόπος και η οικονομία του, ώστε να ορθοποδήσει και να εξέλθει της κρίσης.
Ο κατάλογος των αλλαγών αυτών είναι μακρύς, πλην γνωστός καθώς έχει επανειλημμένως δημοσιοποιηθεί και αφορά σχεδόν κάθε τομέα οικονομικής δραστηριότητας αλλά και της λειτουργίας του ίδιου του κράτους, όπου απαιτούνται παρεμβάσεις, από την απελευθέρωση αγορών προϊόντων, υπηρεσιών και επαγγελμάτων, έως τις φορολογικές και τις όποιες άλλες τομές χρειάζονται ώστε να καταστεί ο τόπος μας ελκυστικός σε επενδύσεις, συμπεριλαμβανομένων βεβαίως των ιδιωτικοποιήσεων.
Αντ’ αυτών, τι έχουμε;
Μετά από καθυστέρηση ενός έτους, ελπίζουμε ότι με τα «κουτσουρεμένα» προαπαιτούμενα (λείπουν ένα-δύο, σύμφωνα με το οικονομικό επιτελείο) που ψηφίστηκαν χθες βράδυ στη Βουλή, θα ολοκληρωθεί η πρώτη αξιολόγηση, η οποία όφειλε να έχει κλείσει από πέρυσι τον Οκτώβριο, αποδεσμεύοντας έτσι -από τότε- τα προβλεπόμενα κονδύλια στην οικονομία.
Ψηφίστηκαν, δε, ως συνήθως, μετά κλαυθμών και οδυρμών, από τα έδρανα της συμπολίτευσης, συμπεριλαμβανομένων και ορισμένων υπουργικών…
Ε, λοιπόν, φίλτατοι, δεν αρκεί!
Η ιστορική δικαίωση της κυβέρνησης Τσίπρα θα έλθει μόνο εάν κατορθώσει να «εξαργυρώσει» την τριετή «περίοδο χάριτος» και χαμηλών πρωτογενών πλεονασμάτων, που έχει ήδη εξασφαλίσει για τη χώρα, ώστε να προωθήσει τις μεγάλες τομές που απαιτούνται για την ανάκαμψη της οικονομίας.
Η διεκδίκηση χαμηλότερων στόχων πρωτογενούς πλεονάσματος, για την περίοδο μετά το 2018 (ή και νωρίτερα;), ασφαλώς είναι «θεάρεστη» και σαφώς περισσότερο συμβατή με τις αντοχές της ελληνικής οικονομίας.
Όμως τα επίπεδα αυτά ήδη τα έχουμε και μάλιστα σημαντικά χαμηλότερα του 2% που διεκδικούμε.
Γιατί να μην τα εκμεταλλευτούμε;
Γιατί να μην αξιοποιήσουμε τον χρόνο που παρείχαν στην οικονομία οι δανειστές της, ώστε να ανακτήσουμε την περίφημη «αξιοπρέπεια»;
Διότι, τότε, όντως, ο «αγώνας» θα έχει δικαιωθεί, παρά το προφανές κόστος του…
Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.