Φίλτατοι, καλή σας ημέρα!
Στο ερώτημα «τι έχουν τα έρμα και ψοφάνε;», ο ΣΕΒ απάντησε χθες με λόγια σταράτα: ουδείς σάς πιστεύει και άρα ουδείς επενδύει σε εσάς.
Το τραγικό, δε, της υπόθεσης είναι ότι έχει δίκιο.
Ποιος ο λόγος να βάλει κανείς τα χρήματά του σε μια χώρα που αδυνατεί να τιμήσει την υπογραφή της και ακόμη πασχίζει να κλείσει τα προαπαιτούμενα από την πρώτη αξιολόγηση του προγράμματος προσαρμογής, ενώ αυτή όφειλε να έχει ολοκληρωθεί από πέρυσι τον Οκτώβριο (Γ’ μνημόνιο);
Ποιος ο λόγος να την εμπιστευτεί κανείς, όταν οι δεσμεύσεις της για τις διαβόητες πλέον μεταρρυθμίσεις παραμένουν ανεκπλήρωτες επί χρόνια και μεταφέρονται δίκην άδικης κατάρας, περίπου αυτούσιες, από μνημόνιο σε μνημόνιο;
Ακόμη και στο πρόγραμμα ιδιωτικοποιήσεων, στο οποίο είχε αρχίσει να αχνοφαίνεται κάποια πρόοδος, η διγλωσσία κορυφαίων υπουργών της κυβέρνησης -ιδίως στον τομέα της ενέργειας- αλλά και ο φόβος μη χαρακτηριστεί η εκποιούμενη έκταση ως… αρχαιολογικός χώρος, δασική έκταση ή οτιδήποτε άλλο, αποτρέπουν την υλοποίηση σημαντικών έργων που θα ενίσχυαν τη διαδικασία εξόδου της οικονομίας από την ύφεση.
Ας μη γελιόμαστε, φίλτατοι.
Σε μια χώρα στην οποία έχει υποτιμηθεί κάθε στοιχείο ενεργητικού κατά τρόπο τόσο δραματικό, με μειώσεις αξίας που αρχίζουν από 25% και υπερβαίνουν σε ορισμένες περιπτώσεις ακόμη και το 50%, το ενδεχόμενο επένδυσης όφειλε να έχει καταστεί ελκυστικό.
Στην πραγματικότητα, «… το βαθύ ρήγμα εμπιστοσύνης που έχει ανοίξει τα τελευταία χρόνια μεταξύ της επενδυτικής κοινότητας και της ελληνικής οικονομίας» είναι αυτό που τις κρατά ακόμη μακριά, όπως εκτιμά ο ΣΕΒ.
Ακόμη και υπό το υφιστάμενο καθεστώς υπερφορολόγησης και υψηλών ασφαλιστικών εισφορών θα μπορούσε ενδεχομένως να εξετάσει κανείς μια επένδυση, με μακροχρόνιο ορίζοντα απόδοσης.
Όμως ακόμη και εκεί το διαρκώς μεταβαλλόμενο φορολογικό περιβάλλον συνιστά αποτρεπτικό παράγοντα και καθιστά αδιανόητη οποιαδήποτε σκέψη σημαντικών κεφαλαιακών τοποθετήσεων, παρά την υποτιθέμενη «ασυλία» των λεγόμενων σημαντικών fast-track επενδύσεων από τέτοιους κινδύνους.
Στη βάση ποιων σταθερών παραμέτρων μπορεί να εκπονηθεί σήμερα έστω και ένα στοιχειώδες business plan, όταν δεν έχει φύγει εντελώς από το ελληνικό «τραπέζι» ακόμη και ο νομισματικός κίνδυνος, όπως αφήνουν σαφώς να εννοηθεί μεγάλοι διεθνείς χρηματοοικονομικοί οίκοι;
Ας μην προσπαθούμε να ανακαλύψουμε τα προφανή και αυτονόητα, φίλτατοι, και σαφώς δεν είναι τίποτε άλλο παρά ένα βήμα προς τη σωστή κατεύθυνση το γεγονός ότι χθες η κυβέρνηση ξεκαθάρισε -δια στόματος Χουλιαράκη- ότι δεν αμφισβητεί τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ και της Eurostat, βάσει των οποίων υπέγραψε πέρυσι το μνημόνιο, αποδεχόμενη έτσι εμμέσως το σύνολο της χρονοσειράς των στοιχείων αυτών, που αρχίζει επί θητείας Γεωργίου στην ΕΛΣΤΑΤ και έβαλε τέλος στην ντροπή των… Greek statistics.
Όμως έπρεπε να φθάσουμε εδώ για να το πράξει;
Έτσι, λοιπόν, εάν θέλουμε να δούμε άσπρη μέρα σε αυτόν τον τόπο, οφείλουμε όλοι, συμπεριλαμβανομένου βεβαίως σύσσωμου του πολιτικού προσωπικού της χώρας και κυρίως της κυβέρνησης, να καταβάλουμε κάθε προσπάθεια για την ανάκτηση της χαμένης αξιοπιστίας μας.
Το νήμα που άρχισε να ξετυλίγεται το 2009 με τη σταδιακή διεύρυνση της επιτοκιακής ψαλίδας των αποδόσεων των ελληνικών ομολόγων έναντι των αντίστοιχων γερμανικών, καταδεικνύοντας την αυξανόμενη απώλεια εμπιστοσύνης προς τη χώρα μας, οφείλει επιτέλους να αρχίσει να μαζεύεται.
Για να γίνει, όμως αυτό, οφείλει να μπει ένα τέλος στον λαϊκισμό και να γίνει μια αρχή ευθύνης. Ποιος, όμως, μπορεί να αναλάβει τον ρόλο αυτόν και κυριότερα ποιους θα βρει συμπαραστάτες του;
Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.