Φίλτατοι, καλή σας ημέρα!
Εάν υπάρχει μια αξία στην έκθεση του ανεξάρτητου Γραφείου Αξιολόγησης του ΔΝΤ που δημοσιεύθηκε χθες, πέραν της προφανούς ιστορικής αποτίμησης, αυτή δεν μπορεί παρά να αφορά στην άντληση συμπερασμάτων για την -από τούδε και στο εξής- επιτάχυνση της διαδικασίας εξόδου της Ελλάδας από την κρίση.
Ούτως ή άλλως, η έκθεση παρέθεσε -υπό ένα μανδύα τεχνοκρατικής αντικειμενικότητας- όσα ήσαν ήδη, εν πολλοίς, γνωστά και ευρέως αποδεκτά, αναφορικά τόσο με το πρώτο μνημόνιο, όσο και με τα δύο επόμενα.
Στο πρώτο -τιμωρητικού χαρακτήρα- μνημόνιο, η Ελλάδα εισήλθε πρωτίστως ώστε να διασωθεί ο ευρωπαϊκός τραπεζικός τομέας -κυρίως οι γερμανικές και οι γαλλικές τράπεζες- και να μην επεκταθεί ή μεταδοθεί η κρίση ευρύτερα και δευτερευόντως, ώστε να διασωθεί η ίδια, εντός της ευρωζώνης.
Το ούτως ή άλλως ατελές από τη γέννησή του μόρφωμα της ευρωζώνης δεν διέθετε το 2010 τα «τείχη προστασίας» που σήμερα έχει και η ελληνική «διάσωση» πρόσφερε τον απαραίτητο εκείνο χρόνο ώστε να δημιουργηθούν φορείς όπως ο EFSF και στη συνέχεια ο ESM, να θεσμοθετηθούν διαδικασίες δημοσιονομικού και τραπεζικού ελέγχου και να επεκταθεί -στην πράξη- ο ρόλος της ΕΚΤ ως ύστατου δανειστή, αν και ακόμη -τυπικά- τούτος είναι ανύπαρκτος.
Το «ξεφόρτωμα» του ελληνικού χρέους που ακολούθησε εκ μέρους σειράς γαλλικών και γερμανικών τραπεζών αλλά και το PSI του 2012 βοήθησαν στην ύπαρξη ενός λελογισμένου «φρένου» ζημιών στα ευρωπαϊκά τραπεζικά χαρτοφυλάκια.
Αντίθετα, το γεγονός ότι τόσο μέσω της αρχικής δανειακής σύμβασης του 2010 όσο και με εκείνες που ακολούθησαν και βεβαίως μέσω του PSI του 2012, το ελληνικό δημόσιο χρέος άλλαξε «ταυτότητα» και κατέστη από ιδιωτικό (έναντι του ιδιωτικού τομέα) σε «επίσημο» (διακρατικό και έναντι θεσμικών φορέων), επέδρασε καταλυτικά στον τρόπο με τον οποίο εξελίχθηκε η ελληνική κρίση.
Από εκεί και μετά, ωστόσο, η ελληνική υπόθεση -σε αντίθεση με εκείνες της Ιρλανδίας, της Πορτογαλίας και της Κύπρου, που εισήλθαν σε μνημόνιο μετά από εμάς και ήδη εξήλθαν από αυτό- αφορά σε μια μακρά ακολουθία ατοπημάτων και αστοχιών, τόσο εκ μέρους των εταίρων και δανειστών όσο και της χώρας μας.
Υπερεκτιμήσεις για την απόδοση των μέτρων και υποεκτιμήσεις για τις επιπτώσεις των πολλαπλασιαστών, μεταξύ άλλων, εκ μέρους τους, απροθυμία προώθησης ουσιαστικών μεταρρυθμίσεων και διαρθρωτικών αλλαγών από την πλευρά μας, αλλά βεβαίως και ατελέσφορες πολιτικές σκοπιμότητες και επιδιώξεις, χαρακτήρισαν την πορεία του ελληνικού προγράμματος και εξακολουθούν να τη βαρύνουν.
Η Γενική Διευθύντρια του ΔΝΤ, η φιλτάτη κα Λαγκάρντ, δεν δέχεται ότι υπήρξαν πολιτικές πιέσεις εκ μέρους των Ευρωπαίων εταίρων μας κατά την έναρξη της κρίσης ώστε να παραμεριστεί η βιωσιμότητα του ελληνικού δημόσιου χρέους και να καταστεί έτσι δυνατή η συμμετοχή του ΔΝΤ στο ελληνικό πρόγραμμα.
Αντίθετα, αποδέχεται -και πώς θα μπορούσε να κάνει διαφορετικά άλλωστε- την ύπαρξη αντίστασης πολιτικού χαρακτήρα στην Ελλάδα σε ό,τι αφορά στην υλοποίηση των δεσμεύσεων που είχε αναλάβει η χώρα μας μέσω των μνημονίων.
Αμφότερα τα συμπεράσματα αυτά, όμως, είναι αδιάφορα.
Αυτό που είναι σημαντικό έχει να κάνει με την κατανόηση του γεγονότος ότι υπό την παρούσα μορφή τους τα πράγματα εξακολουθούν να είναι αδιέξοδα.
Εάν, δε, οι Έλληνες δεν θελήσουν να αλλάξουν τα κακώς κείμενα στον τόπο τους και εάν οι Ευρωπαίοι δεν εμφανιστούν προθυμότεροι να αποδεχθούν ότι το ελληνικό χρέος δεν είναι βιώσιμο υπό την παρούσα διάρθρωσή του, θα παραμείνουν αδιέξοδα και πιθανώς να έχουν ακόμη δυσμενέστερη έκβαση.
Ούτως ή άλλως, το ΔΝΤ εδώ και καιρό -και ιδίως μέσω της φιλτάτης κας Λαγκάρντ- έχει καταστήσει σαφές ότι (πλέον;) δεν θα δεχθεί να υπερισχύσουν πολιτικές σκοπιμότητες για την υποβάθμιση της υπόθεσης βιωσιμότητας του ελληνικού δημόσιου χρέους.
Η «μπάλα», άρα, βρίσκεται σε αμιγώς ευρωπαϊκό γήπεδο...
Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.