Φίλτατοι, καλή σας ημέρα!
Η πρωτοφανής περιπέτεια στην οποία εμφανίζεται να έχει εισέλθει η Βρετανία, υπό το φως της απόφασης για Brexit, θα μπορούσε -υπό προϋποθέσεις- να αποτελέσει το εφαλτήριο για την έξοδο της ελληνικής οικονομίας από την κρίση.
Αρκεί, επιτέλους, να αδράξουμε την ευκαιρία.
Όσο αρνητική κι αν είναι για το μέλλον της Ευρωπαϊκής Ένωσης και βεβαίως της ίδιας της Βρετανίας, η απόφαση περί Brexit, αναμένεται να οδηγήσει το Ηνωμένο Βασίλειο -σύντομα κατά τις Βρυξέλλες, αργότερα σύμφωνα με το Λονδίνο- στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων με αντικείμενο τη μελλοντική σχέση των δύο πλευρών.
Στο τέλος αυτής της μακράς διαπραγμάτευσης, η διάρκεια της οποίας εκτιμάται περί τη διετία, θα κριθεί κατά πόσον η Βρετανία θα απολαμβάνει κάποιου ειδικού καθεστώτος, ή θα βρεθεί στην ίδια μοίρα με οποιοδήποτε «τρίτο κράτος» έναντι της ΕΕ.
Πρόκειται για ένα στοίχημα με κύρια συστατικά στοιχεία την ύπαρξη ή όχι δασμών και άλλων κωλυμάτων εμπορίου και βεβαίως όλων εκείνων των προνομίων ελεύθερης μετακίνησης ανθρώπων, εμπορευμάτων και κεφαλαίου, που συνθέτουν σήμερα τη λεγόμενη «εσωτερική αγορά» της ΕΕ.
Ήδη, μόλις λίγα εικοσιτετράωρα μετά το βρετανικό δημοψήφισμα, σειρά εταιριών, κυρίως του χρηματοπιστωτικού τομέα αλλά και άλλων κλάδων, έχει εκδηλώσει πρόθεση μετεγκατάστασης και δραστηριοποίησης από τα εδάφη κάποιου εκ των 27 λοιπών μελών της ΕΕ.
Αυτό το «στοίχημα» η Ελλάδα δεν πρέπει να το χάσει. Τα «ιμάτια» ούτως ή άλλως θα διαμοιραστούν...
Ο φίλτατος Γερούν Ντάισελμπλουμ ήδη έσπευσε να ανακοινώσει ότι η πρόσβαση των βρετανικών χρηματοοικονομικών οργανισμών στην ενιαία αγορά της Ευρωπαϊκής Ένωσης θα είναι πολύ πιο περιορισμένη, μόλις η Βρετανία εγκαταλείψει την Ε.Ε.
Μετά από 8 χρόνια ύφεσης και 6 μνημονίου, η χώρα μας έχει υποστεί μια πρωτοφανή «εσωτερική υποτίμηση» και στέκει ακόμη αντιμέτωπη με σειρά δομικών μεταρρυθμίσεων, η ολοκλήρωση των οποίων υπόσχεται τη μετάλλαξη της ελληνικής οικονομίας σε τόπο πρόσφορο για επενδύσεις.
Η ταχύτητα και η αποτελεσματικότητα με την οποία θα ολοκληρωθούν, θα κρίνει -δίχως αμφιβολία- την ελκυστικότητα της χώρας μας ως επενδυτικού προορισμού.
Αν και ο σκληρός πυρήνας των πολυεθνικών ή βρετανικών εταιριών του χρηματοπιστωτικού τομέα εκτιμάται ότι προσανατολίζεται προς το Παρίσι, τη Φρανκφούρτη ή το Άμστερνταμ, ας μην ξεχνάμε ότι το City δεν απαρτίζεται μόνον από τις εταιρίες του τομέα αυτού αλλά και από τα ελληνικά εφοπλιστικά συμφέροντα, προς τα οποία -υπό τις περιστάσεις- η ελληνική πολιτεία οφείλει εκ νέου να αποταθεί.
Αντίστοιχα, εταιρίες άλλων κλάδων, από την αυτοκινητοβιομηχανία έως την αεροδιαστημική, βρίσκονται -εκ των πραγμάτων- σε διαδικασία περικοπών προσωπικού αλλά και επαναπροσδιορισμού της έδρας τους, υπό το φως τόσο των οικονομικών επιπτώσεων που θα υποστεί η Βρετανία όσο και του επιπρόσθετου κόστους που θα συνεπάγονται εφεξής οι εμπορικές και λοιπές συναλλαγές με τα κράτη μέλη της ΕΕ.
Κατά πόσον η Ελλάδα θα ωφεληθεί από τη διαδικασία αυτή εναπόκειται -κυρίως- στους χειρισμούς της ελληνικής κυβέρνησης, η οποία -πλέον- έχει ένα ακόμη κίνητρο να καταστήσει τη χώρα μας εκ νέου ελκυστική σε επενδύσεις, οδηγώντας την έτσι -μια ώρα αρχύτερα- εκτός κρίσης.
Μπορεί να πείσει τη βρετανική και διεθνή επιχειρηματική κοινότητα ότι η Ελλάδα διαθέτει συγκριτικά πλεονεκτήματα έναντι άλλων κρατών μελών της ΕΕ, φερειπείν, παρέχοντας ένα «ειδικό επενδυτικό καθεστώς», απαλλαγμένο από τη λαίλαπα της υπερφορολόγησης, της γραφειοκρατίας και της αδιαφάνειας που εξακολουθούν να χαρακτηρίζουν την οικονομία μας;
Στο χέρι της είναι. Μπορεί;
Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.