Φίλτατοι, καλή σας ημέρα!
Από όποια σκοπιά κι αν προσεγγίσει κανείς το ζήτημα της φορολογίας στην Ελλάδα, είναι βέβαιον ότι θα οδηγηθεί σε ένα και μόνο συμπέρασμα: ζητούν, κυριολεκτικά, ό,τι θέλουν -ή ό,τι τους λείπει- και παίρνουν ό,τι μπορούν.
Ακολουθούν, δε, την πολιτική της υπερφορολόγησης –όχι μόνον η παρούσα κυβέρνηση αλλά και οι προηγούμενες-, με βαθιά επίγνωση τόσο των δραματικά αρνητικών συνεπειών που αυτή έχει για την ελληνική οικονομία αλλά και εξαιτίας της αδυναμίας τους να αντιμετωπίσουν την πραγματική πηγή των προβλημάτων για τα δημόσια έσοδα, δηλαδή τη φοροδιαφυγή.
Έτσι, αυξάνουν τα βάρη συνεχώς για τους ίδιους και τους ίδιους: μισθωτούς, συνταξιούχους και ιδιοκτήτες ακινήτων. Όσο, δε, για τον περιορισμό των δαπανών... άλλα λόγια να αγαπιόμαστε.
Για παράδειγμα, ο «διαβόητος» ΕΝΦΙΑ, ο οποίος επιβάλλεται, ως γνωστόν, με βάση τις αντικειμενικές αξίες.
-Μολονότι είναι σαφές ότι η αγορά ακινήτων έχει καταρρεύσει, υφιστάμενη μια πραγματική καθίζηση εμπορικών τιμών, την οποία η Τράπεζα της Ελλάδος προσδιορίζει σωρευτικά σε 41,3% από το 2008, σε μέσο επίπεδο.
-Μολονότι ακόμη και μετά την οριζόντια μείωση των αντικειμενικών αξιών κατά 5%-20% που προώθησε ο φίλτατος κ. Τρ. Αλεξιάδης, υπό το βάρος σχετικών αποφάσεων του Συμβουλίου της Επικρατείας, οι αντικειμενικές αξίες παραμένουν σημαντικά υψηλότερες των εμπορικών τιμών, κατ' εκτίμηση κατά περίπου 30%-40%.
-Μολονότι αποτελούσε μνημονιακή υποχρέωση η κατάργηση των αντικειμενικών από 1.1.2017 και η αντικατάστασή τους από τις εμπορικές τιμές.
Παρά όλα αυτά, στην πρόσφατη επικαιροποίηση του μνημονίου προβλέφθηκε η αναβολή της αντικατάστασης των αντικειμενικών από τις εμπορικές επί ένα εξάμηνο, με αποτέλεσμα ο προσδιορισμός του ΕΝΦΙΑ και το επόμενο έτος να γίνει -πιθανότατα- βάσει των υφιστάμενων αντικειμενικών αξιών αφού ως γνωστόν ο φόρος αυτός επιβάλλεται βάσει της ακίνητης περιουσίας που έχει ο υπόχρεος την 1η Ιανουαρίου του κάθε έτους.
Με λίγα λόγια, αφενός, φόροι επί πλασματικών τιμών, που κυριολεκτικά δεν υφίστανται στην αγορά ακινήτων και αφετέρου, φόροι στη λογική του «τόσα μου λείπουν και τόσα ζητάω», αν προσμετρήσουμε στην όλη εξίσωση και την παράμετρο της «εισπραξιμότητας», βάσει της οποίας αν και ο ΕΝΦΙΑ βεβαιώνεται για συνολικό ποσό της τάξης των 3,3 δισ. ευρώ, αποφέρει στον κρατικό κορβανά 2,65 δισ. ευρώ, επειδή ορισμένοι δεν πληρώνουν, είτε εξ αδυναμίας, είτε εκ... στρατηγικής.
Όλα αυτά συμβαίνουν, δε, σε μια χώρα στην οποία αν και οι ληξιπρόθεσμες οφειλές νοικοκυριών και επιχειρήσεων ισούνται -θεωρητικώς- με το μισό ΑΕΠ της και αυξάνονται κάθε μήνα κατά περίπου ένα δισ. ευρώ (μόνον το Α' τετράμηνο του τρέχοντος έτους οι νέες ληξιπρόθεσμες οφειλές ανήλθαν σε 4,330 δισ. ευρώ), η θηλιά για όσους χρωστούν -και έχουν ρυθμίσει τις οφειλές τους βάσει των 100 δόσεων- σφίγγει ολοένα και περισσότερο.
Ήδη από την 1η Ιουλίου, το διάστημα που μπορούν να καθυστερήσουν μία δόση και να αποπληρώσουν ή ρυθμίσουν νέες οφειλές βάσει της πάγιας ρύθμισης των 12 δόσεων μειώνεται σε 15 ημέρες, έναντι 30 ημερών που είναι σήμερα, ενώ από 31.12.2017 το διάστημα αυτό μηδενίζεται και η ρύθμιση καταπίπτει έστω και με μία ημέρα καθυστέρηση.
Εάν, δηλαδή, υπάρξει καθυστέρηση, φερειπείν, στη μισθοδοσία ή στο νοίκι που εισπράττει κάποιος φορολογούμενος, ακόμη και μία ημέρα, αυτομάτως χάνεται και η... ρύθμιση των 100 δόσεων και αρχίζει ο «χορός» των... κατασχέσεων λογαριασμών ή ακινήτων, για τις οποίες ωστόσο θα ισχύουν οι «εμπορικές τιμές», τις οποίες θα καθορίζει... «εμπειρογνώμων εκτιμητής».
Πόσο πιο αδιέξοδο μπορεί να είναι ένα σύστημα;
Πόσο ταχύτερα μπορεί να οδηγηθεί σε απόγνωση μια ολόκληρη κοινωνία, υπό το βάρος τόσων ετών ύφεσης και υπερφορολόγησης;
Μπορεί να δώσει κανείς μια -έστω λογικοφανή- απάντηση στο ερώτημα αυτό;
Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.