Φίλτατοι, καλή σας ημέρα!
Τα απολύτως αυτονόητα.
Αυτά τα οποία επιτάσσει η κοινή λογική για μια χώρα στην κατάσταση της δικής μας και που μόνον ο στρουθοκαμηλισμός των εταίρων και δανειστών μας επιμένει να αγνοεί.
Η βαρυσήμαντη παρέμβαση του Διοικητού της Τραπέζης της Ελλάδος, Γιάννη Στουρνάρα, χθες με άρθρο του στους Financial Times, φέρνει στο φως για ακόμη μια φορά -και μάλιστα με την εγκυρότητα ενός εκ των κεντρικών τραπεζιτών της ευρωζώνης- αυτό που διατυμπάνιζε σε κάθε τόνο το ΔΝΤ και η επικεφαλής του, Κριστίν Λαγκάρντ, αλλά και η κυβέρνηση του κ. Τσίπρα, αναφορικά με το μείγμα οικονομικής πολιτικής που επέβαλαν οι Ευρωπαίοι στην Ελλάδα.
Ότι, δηλαδή, είναι αδιανόητο να ζητείται από μια χώρα που έχει βιώσει τη μεγαλύτερη ύφεση στην παγκόσμια οικονομική ιστορία μετά το Κράχ του 1929 -άνω του 25%- και η οποία έχει ολοκληρώσει μια γιγάντια δημοσιονομική προσαρμογή από το 2010 έως σήμερα, να εξασφαλίζει πρωτογενή πλεονάσματα της τάξης του 3,5% ετησίως, από το 2018 και μετά.
Ας μην ξεχνάμε ότι κάθε σεντ αυτού του πρωτογενούς πλεονάσματος είναι ένα σεντ λιγότερο για την ανάκαμψη της εθνικής οικονομίας και την έξοδό της από την πολυετή ύφεση.
Είναι πολύ απλά, όπως λέει ο Στουρνάρας, «μη ρεαλιστικό και κοινωνικά ανέφικτο» και είναι ιδιαίτερα αμφίβολο εάν υπάρχουν πολιτικές δυνάμεις στην Ελλάδα που θα διαφωνούσαν μαζί του στο σημείο αυτό.
Μια απλή ματιά στα στοιχεία των νέων ληξιπρόθεσμων οφειλών των φορολογουμένων προς το Δημόσιο, οι οποίες ανήλθαν στα 4,33 δισ. ευρώ, μόνο στη διάρκεια του πρώτου τετραμήνου του έτους, πιστοποιούν το γεγονός ότι η παρούσα «συνταγή» δεν βγαίνει.
Αν και δεν το λέει, ο κ. Στουρνάρας, σαφώς αφήνει να εννοηθεί, ότι οι Ευρωπαίοι εταίροι και δανειστές μας επέλεξαν χάριν δικών τους εθνικών πολιτικών σκοπιμοτήτων να αναβάλουν δυο φορές έως τώρα την υλοποίηση των δεσμεύσεών τους για την ελάφρυνση του ελληνικού δημόσιου χρέους.
Αντίθετα, η Ελλάδα έχει τηρήσει -όπως σημειώνει ο κ. Στουρνάρας- τη δική της πλευρά της συμφωνίας, υλοποιώντας μεταρρυθμίσεις οι οποίες οδήγησαν στη «βελτίωση της ανταγωνιστικότητας ως προς το μοναδιαίο κόστος εργασίας κατά πάνω από 25% από το 2009 αλλά και «τη βελτίωση του δομικού πρωτογενούς πλεονάσματος γενικής κυβέρνησης κατά πάνω από 20% του ΑΕΠ», από το 2010 έως σήμερα.
Ο σκόπελος που πλέον αντιμετωπίζει η χώρα, ο οποίος κατά τον κεντρικό της τραπεζίτη συνοψίζεται στην περαιτέρω μεταρρύθμιση της οικονομίας της, στις ιδιωτικοποιήσεις, στην αξιοποίηση της δημόσιας περιουσίας και στη μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων, επιτάσσει αποφασιστικότητα και πνεύμα εθνικής ενότητας εκ μέρους του πολιτικού προσωπικού της χώρας.
Επιτάσσει, όμως, και μια «ανάσα» προς την ίδια τη χώρα, από τους εταίρους και δανειστές της.
Αυτή η «ανάσα» είναι η πρόταση που έβαλε στο «τραπέζι» για τη βελτίωση των όρων εξυπηρέτησης του χρέους, βάσει της οποίας επεκτείνονται οι ωριμάνσεις κατά 20 χρόνια και η αποπληρωμή των κεφαλαιοποιημένων τόκων καταβάλλεται σε ισόποσες δόσεις στη διάρκεια μιας εικοσαετίας, έχοντας ως προϋπόθεση πρωτογενές πλεόνασμα μόνον 2%.
Δίχως ζημίες για τους δανειστές, δίνεται μια πραγματική ευκαιρία στην Ελλάδα να ορθοποδήσει και να βγει από τη δίνη της πολυετούς κρίσης.
Μια ευκαιρία η οποία δεν θα πρέπει να αγνοηθεί, ιδίως σε μια εποχή που αμφισβητείται ακόμη και η συνοχή της ίδιας της Ευρωπαϊκής Ένωσης, διακυβεύοντας έτσι ό,τι σημαντικότερο κατόρθωσε να εξασφαλίσει η Γηραιά Ήπειρος μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.