Φίλτατοι, καλή σας ημέρα!
Σε μια «κανονική» οικονομία δυτικού τύπου, εάν η εισπραξιμότητα των φόρων διαμορφωνόταν σε επίπεδο χαμηλότερο του 50% των βεβαιωθέντων και οι ληξιπρόθεσμες οφειλές ιδιωτών και επιχειρήσεων προς το Δημόσιο ξεπερνούσαν το 50% του ΑΕΠ της χώρας, το «παιχνίδι» θα ήταν ήδη... τελειωμένο.
Τόσο για το Δημόσιο, όσο και για τους φορολογούμενους.
Στην Ελλάδα, όπου τα ποσοστά αυτά έχουν δει το φως της δημοσιότητας, «game over» ακόμη δεν έχουμε πει. Τουλάχιστον όχι κατά τρόπο οριστικό και απόλυτο.
Αν όμως συνεχίσουμε με τους ίδιους ρυθμούς, η... αναφώνησή του είναι μόνο θέμα χρόνου, ιδίως υπό το φως των πρόσφατων αυξήσεων σε άμεσους και έμμεσους φόρους, που ευλόγως καθιστούν ακόμη πιεστικότερη την καθημερινότητα πολιτών και επιχειρήσεων.
Οι λόγοι για τους οποίους δεν το έχουμε πει, προφανώς, ταυτίζονται και με τα αίτια που οδήγησαν στη διαμόρφωση των παραπάνω ποσοστών.
Με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα τον τρόπο επιβολής του ΕΝΦΙΑ, ο «λογαριασμός» του οποίου υπερβαίνει σημαντικά τα 2,65 δισ. ευρώ που προσδοκά ως έσοδο ο κρατικός προϋπολογισμός, είναι σαφές ότι η παράμετρος της «εισπραξιμότητας» αλλά και της λογικής «τόσα μου λείπουν και τόσα ζητώ» είναι καίριας σημασίας στη συγκεκριμένη εξίσωση φορολογικής αποτυχίας.
Πέρυσι, για παράδειγμα, είχε βεβαιωθεί το ποσό των 3,3 δισ. ευρώ, ώστε να εισπραχθούν τα 2,65 δισ. ευρώ, ενώ η εικόνα για φέτος αναμένεται να ξεκαθαρίσει τον μήνα Αύγουστο, οπότε αναμένεται να βεβαιωθεί ο ΕΝΦΙΑ βάσει των νέων διατάξεων που τον διέπουν.
Όπως αντίστοιχα καίριας σημασίας είναι και η παράμετρος της φοροδιαφυγής, που εξακολουθεί να καλπάζει, αποτρέποντας το ενδεχόμενο μείωσης των φορολογικών συντελεστών άμεσων φόρων και συνάμα συντείνοντας στην αύξηση της έμμεσης φορολογίας επί προϊόντων και υπηρεσιών.
Το ακούσαμε, εξάλλου, και από τα χείλη του φίλτατου Σόιμπλε, ο οποίος, αν και χαρακτήρισε πρόσφατα ως «ανοησία» την αύξηση των έμμεσων φόρων σε μια χώρα η οποία προσπαθεί να βγει από την ύφεση, παραδέχθηκε ότι δεν υπάρχει εναλλακτική οδός υπό το φως της αδυναμίας του κράτους να εισπράξει τους... άμεσους φόρους.
Όμως, η πολιτική αυτή έχει προφανείς επιπτώσεις.
Ουδεμία χώρα μπορεί εις το διηνεκές να φορολογεί υπέρμετρα τους πολίτες της, εξαιτίας της αδυναμίας της να πατάξει τη φοροδιαφυγή, της απροθυμίας της να διευρύνει τη φορολογική βάση και της άρνησής της να μειώσει περαιτέρω τις δαπάνες του προϋπολογισμού.
Ένα από αυτά τα τρία πράγματα ή ακόμη και δύο ίσως να μπορεί να τα κάνει για κάποιο χρονικό διάστημα.
Η ταυτόχρονη, όμως, σύμπτωση και των τριών αυτών φαινομένων οδηγεί αναπότρεπτα στον μαρασμό όσων δεν μπορούν να ξεφύγουν από τη φορολογική μέγγενη που έχει στηθεί στη χώρα μας και ενδεχομένως να οδηγήσει και σε κοινωνική έκρηξη.
Η εκδήλωση δε αυτής της έκρηξης θα καταστεί αναπότρεπτη στον βαθμό που δεν υπάρξουν σαφείς ενδείξεις αντιστροφής σε τουλάχιστον μία από τις παραπάνω παραμέτρους, με πλέον εύλογη την πάταξη της φοροδιαφυγής.
Υπό το πρίσμα αυτό, από την επιτυχία ή μη των κινήσεων που έχει προαναγγείλει το οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης (σχετικά νομοσχέδια για αντιμετώπιση του λαθρεμπορίου, υποχρεωτική χρήση πλαστικού χρήματος, κ.λπ.) εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό και η πολιτική σταθερότητα του τόπου.
Όπως επίσης εξαρτάται και από την ταχεία ολοκλήρωση της τρέχουσας αξιολόγησης, η οποία αναμένεται να οδηγήσει όχι μόνο στην αποδέσμευση της περίφημης, πια, υποδόσης των 7,5 δισ. ευρώ, αλλά κυριότερα στην ενίσχυση της ρευστότητας του ελληνικού τραπεζικού συστήματος και άρα της οικονομίας γενικότερα.
Το στοίχημα αυτό, όμως, ακόμη παίζεται.
Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.