Φίλτατοι, καλή σας ημέρα!
Η παρούσα κυβέρνηση οφείλει να οδηγήσει τη διαπραγμάτευση με τους δανειστές της χώρας σε συμφωνία και μάλιστα άμεσα.
Οποιοσδήποτε άλλος σχεδιασμός είναι αντίθετος με τη λαϊκή εντολή που εξασφάλισε μόλις πέρυσι τον Σεπτέμβριο και εγκυμονεί κινδύνους και περιπέτειες κάθε λογής για τη χώρα.
Ακόμη και το ενδεχόμενο πρόωρης προσφυγής στις κάλπες, του ενός ή του άλλου είδους, θα υπονομεύσει ευθέως τις όποιες προοπτικές εμφανίζει η ελληνική οικονομία για εφέτος και -πιθανώς- θα ανοίξει τους ασκούς του Αιόλου για τον τόπο.
Ο αντίκτυπος της πολύμηνης περυσινής διαπραγμάτευσης είναι ακόμη αισθητός στην οικονομική δραστηριότητα της χώρας, η οποία δεν έχει κατορθώσει να απεγκλωβιστεί από την πολυετή ύφεση που τη μαστίζει, παρά τις προόδους που κατέγραψε τα προηγούμενα χρόνια.
Μολονότι η οικονομία εμφάνισε κατά το 2015 επιδόσεις καλύτερες των προβλέψεων που διατυπώνονταν πέρυσι το καλοκαίρι, μετά την επιβολή των κεφαλαιακών περιορισμών, εντούτοις διέκοψε ευθέως την πορεία ανάκαμψης στην οποία είχε βρεθεί το 2014 και βεβαίως, πλέον, είναι ιδιαίτερα δυσχερής η εξασφάλιση της «Ανάστασής της» κατά το τρέχον έτος.
Εάν στα προβλήματα της ύφεσης και του προσφυγικού-μεταναστευτικού ζητήματος προστεθεί και μια νέα περίοδος περαιτέρω αβεβαιότητας, σχετιζόμενη με μια ενδεχόμενη νέα προσφυγή στις κάλπες, είναι βέβαιον ότι η οικονομική δραστηριότητα θα δεχθεί ένα ακόμη -αχρείαστο- πλήγμα.
Οι πολίτες και οι επιχειρήσεις αυτής της χώρας δεν θα βρεθούν αντιμέτωποι μόνον με τον νέο ογκόλιθο υπερφορολόγησης που δρομολογείται για αυτούς, σε οποιαδήποτε των περιπτώσεων, αλλά θα επωμιστούν πιθανότατα και περαιτέρω βάρη ως αποτέλεσμα της καθυστέρησης -και των όποιων ενδεχόμενων άλλων εξελίξεων- στην ολοκλήρωση της συμφωνίας με τους εταίρους και δανειστές.
Το 2015, που χαρακτηρίστηκε από τρεις διαφορετικές προσφυγές στις κάλπες, ήταν ξεκάθαρα «ένα οικονομικό πισωγύρισμα για την Ελλάδα», όπως επεσήμανε με συνέντευξή του στην γερμανική Bild ο διοικητής της ΕΚΤ, Μ. Ντράγκι.
Η χώρα μας χρειάζεται ανάπτυξη για να ξεφύγει από τα δεινά της και για την εξασφάλισή της απαιτείται σταθερότητα και τερματισμός της παρούσας αβεβαιότητας.
Ποιος θα επενδύσει έστω και μια δεκάρα τσακιστή στον τόπο μας, ενόσω διανύουμε μια κατάσταση πλήρους αβεβαιότητας;
Ποιος θα εμπιστευτεί τα χρήματά του σε έναν τόπο με αβέβαιο νομισματικό μέλλον, διαρκώς επιδεινούμενη ζήτηση, υπερφορολόγηση και συνάμα τερατώδη φοροδιαφυγή αλλά και κωλύματα στην επιχειρηματικότητα;
Ποιος θα επιλέξει την Ελλάδα ως τόπο επενδύσεων, όταν η ιδεοληψία σχετικά με τον ρόλο και τον χαρακτήρα των ιδιωτικών επενδύσεων παραμένει κυρίαρχη;
Εντέλει, ενδεχόμενη νέα προσφυγή στις κάλπες απαξιώνει ευθέως τον ίδιο τον κοινοβουλευτισμό στην πατρίδα μας αλλά και το εκλογικό σώμα, το οποίο μόλις προ ολίγων μηνών απεφάνθη σχετικά με το ποιος πρέπει να κρατήσει τα ηνία της χώρας για την τρέχουσα τετραετία.
Όπως ο ίδιος ο πρωθυπουργός έχει υποστηρίξει, ουδείς μπορεί να επικαλεστεί άγνοια, είτε σχετικά με τις δεσμεύσεις που ανέλαβε για τρίτη κατά σειρά φορά η χώρα μας έναντι των εταίρων και δανειστών της, είτε σχετικά με τις προθέσεις της κυβερνήσεώς του, η οποία διαθέτει επαρκή κοινοβουλευτική πλειοψηφία.
Υπό το πρίσμα αυτό, φίλτατοι, τελειώνετε με αυτή την περίφημη διαπραγμάτευση.
Ούτε ο τόπος, ούτε η οικονομία αντέχουν «άλλες λύσεις» πέραν εκείνων που το εκλογικό σώμα της χώρας όρισε δια της ετυμηγορίας του πέρυσι τον Σεπτέμβριο.
Είναι αντιληπτό αυτό;
Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.