Φίλτατοι, καλή σας ημέρα!
Αυτό το οποίο ζητούν από την ελληνική κυβέρνηση οι Ευρωπαίοι εταίροι της και το ΔΝΤ, δηλαδή, η εκ των προτέρων νομοθέτηση «προληπτικών μέτρων», ύψους 3,6 δισ. ευρώ, ώστε να διασφαλιστεί η επίτευξη πρωτογενούς πλεονάσματος 3,5% του ΑΕΠ το 2018, αντικατοπτρίζει -ευλόγως- την απουσία εμπιστοσύνης που τρέφουν προς την Αθήνα.
Το γεγονός ότι δεν μας πιστεύουν.
Με απλά λόγια, μας λένε, «δεν σας πιστεύουμε και για αυτό θα πρέπει να λάβετε επιπρόσθετα μέτρα, ώστε να είμαστε σίγουροι ότι θα παραδώσετε ό,τι υπόσχεστε».
Πρόκειται, δε, για μια κατάσταση πραγμάτων η οποία έχει συνέχεια και συνέπεια.
Από τις αγορές αποκλειστήκαμε επειδή «δεν μας πίστευαν» και τους επιβεβαιώσαμε πανηγυρικά με τα διαβόητα «Greek statistics».
Από το ένα μνημόνιο πήγαμε στο επόμενο και από αυτό στο τρίτο, ακριβώς επειδή οι κυβερνήσεις αυτού του τόπου, η μία μετά την άλλη, στάθηκαν αδύναμες ή ανίκανες στη διάρκεια των τελευταίων ετών να ανταποκριθούν στις δεσμεύσεις που αναλάμβαναν κατά καιρούς έναντι των δανειστών, μέσω των εκάστοτε μνημονίων.
Κυρίως, δε, αυτό το έλλειμμα εμπιστοσύνης αντικατοπτρίζει τη διαχρονική απουσία βούλησης των ελληνικών κυβερνήσεων, ώστε να αλλάξουν τα κακώς κείμενα σε αυτόν τον τόπο.
Την απουσία προώθησης μεταρρυθμίσεων.
Το γεγονός και μόνον ότι μεταρρυθμίσεις όπως αυτές που προβλέπονταν στο πρώτο μνημόνιο, π.χ. για το άνοιγμα αγορών και επαγγελμάτων, συμπεριλαμβάνονται και στο τρίτο, αρκεί για την ύπαρξη αυτού του ελλείμματος εμπιστοσύνης.
Αποτελεί, δε, ένα ιδιαίτερο παράδοξο του ελληνικού δράματος κατά τη διάρκεια των τελευταίων έξι ετών, ότι ακριβώς αυτό το έλλειμμα εμπιστοσύνης επεκτάθηκε κατά το παρελθόν -πέραν των μεταρρυθμίσεων- και στους δημοσιονομικούς στόχους, τους οποίους παρ' όλα αυτά επιτυγχάναμε κατά τον δικό μας ιδιόρρυθμο -και σαφώς αντιπαραγωγικό- τρόπο, κυρίως μέσω της υπερφορολόγησης.
Ακόμη ηχούν στα αυτιά πολλών εκ των ενασχολούμενων με την κάλυψη του οικονομικού ρεπορτάζ οι ενστάσεις Σταϊκούρα προς τους εταίρους και ιδίως το ΔΝΤ, σχετικά με την ανάγκη λήψης επιπρόσθετων μέτρων, τη στιγμή κατά την οποία η Ελλάδα όχι μόνον επιτύγχανε τους στόχους περί πρωτογενούς πλεονάσματος αλλά τους ξεπερνούσε.
Κατά το παρελθόν, η Ελλάδα κατόρθωνε, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, να υπερβεί αυτές τις αιτιάσεις των δανειστών. Πλέον -κατά τα φαινόμενα- αδυνατεί ή εντέλει της είναι ιδιαίτερα δυσχερές.
Μια αξιολόγηση η οποία όφειλε να έχει ολοκληρωθεί από πέρυσι το φθινόπωρο, διαρκεί ακόμη, καθώς στην πορεία της η Ελλάδα είτε έπαιξε τα λάθος «χαρτιά», όπως το προσφυγικό, είτε αναζήτησε πολιτικού χαρακτήρα παρεμβάσεις για την ολοκλήρωσή της, οι οποίες όμως -μέχρι στιγμής- δεν ευοδώθηκαν και πάντως έστειλε «τα λάθος μηνύματα».
Η σταδιακή αποδόμηση των λεγόμενων Ανεξάρτητων Αρχών, τα μπρος-πίσω με την υπόθεση της ανεξαρτησίας της ΓΓΔΕ, τα διττά μηνύματα σε ό,τι αφορά στις αποκρατικοποιήσεις, όπως αυτά καταγράφηκαν στις περιπτώσεις των περιφερειακών αεροδρομίων, του ΟΛΠ ή ακόμη και της έκτασης στην Αφάντου της Ρόδου, αλλά και τόσα άλλα, συνέτειναν στην εμπέδωση της πεποίθησης ότι η Ελλάδα όχι μόνο συνεχίζει την ελλειμματική της στάση έναντι των μεταρρυθμίσεων, αλλά και ότι την… εντείνει.
Αποτέλεσμα όλων αυτών, όμως, είναι η -σαφώς απαξιωτική για οποιαδήποτε κυβέρνηση- απαίτηση για την εκ των προτέρων θεσμοθέτηση πακέτου προληπτικών μέτρων.
Τι και αν ήδη προβλέπεται το περίφημο «fiscal brake»; Τι κι αν το ΔΝΤ έχει πέσει έξω στις προβλέψεις του επανειλημμένως, ή εάν τα στοιχεία της Eurostat συνηγορούν με τις θέσεις της ελληνικής κυβέρνησης;
Όλα αυτά δεν μετρούν, αν έχεις χάσει ένα και μόνον πράγμα: την αξιοπιστία σου.
Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.