Δείτε εδώ την ειδική έκδοση

Ούτε θέλουμε, ούτε μπορούμε...

Η υπόθεση των μεταρρυθμίσεων αφορά αμιγώς στην ύπαρξη ή μη της βούλησης για την υλοποίησή τους. Απ' ό,τι μας λέει ο ΟΟΣΑ, ούτε θέλουμε, ούτε μπορούμε. Εμείς και οι κυβερνήσεις μας.

Φίλτατοι, καλή σας ημέρα!

Η επικείμενη επανέναρξη της διαπραγμάτευσης για την αξιολόγηση του τρέχοντος μνημονίου, πιθανότατα στις 4 Απριλίου, μεταξύ της ελληνικής κυβέρνησης και των εκπροσώπων των εταίρων και δανειστών, αποτελεί μία θλιβερή υπενθύμιση ότι τα τελευταία έξι χρόνια κυνηγάμε την ουρά μας στην Ελλάδα.

Έξι χρόνια και τρία μνημόνια μετά το περίφημο «ή αλλάζουμε ή βουλιάζουμε» που είπε κάποτε μια ψυχή, η έκθεση που έδωσε πρόσφατα ο γ.γ. του ΟΟΣΑ Α. Γκουρία στον πρωθυπουργό Αλ. Τσίπρα, σχετικά με την πρόοδο της Ελλάδας στον τομέα των μεταρρυθμίσεων, επιβεβαιώνει πέραν πάσης αμφιβολίας πως στη χώρα μας δεν υπάρχει βούληση αλλαγής.

Όπως προκύπτει από την έκθεση με τίτλο «OECD Economic Surveys - Greece» του Μαρτίου 2016, η Ελλάδα βρίσκεται σήμερα ακριβώς στην ίδια θέση με εκείνη στην οποία ήταν το 2008, από πλευράς προσέλκυσης άμεσων ξένων επενδύσεων (ΞΑΕ), παρά τις εκατοντάδες των νόμων και των «μεταρρυθμίσεων» που υποτίθεται ότι προώθησε κατά τη διάρκεια αυτών των ετών, ώστε να καταστεί περισσότερο ανταγωνιστική.

Πρόκειται για ένα καταλυτικής σημασίας στοιχείο, δεδομένης της σφοδρής εσωτερικής υποτίμησης που βίωσε η χώρα στη διάρκεια των τελευταίων ετών, την απώλεια του ενός τετάρτου της πλουτοπαραγωγικής της ικανότητας και της απαξίωσης κάθε είδους στοιχείου ενεργητικού για τις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά της.

Μολονότι, λοιπόν, τα πάντα είναι σημαντικά φθηνότερα στη χώρα μας, η «ελκυστικότητά» της στην προσέλκυση ΞΑΕ, που αφορά και το «διά ταύτα» της όλης υπόθεσης, δεν αυξήθηκε.

Αντίστοιχα, το άλλο σκέλος του «διά ταύτα», η εξωστρέφεια και η αύξηση των εξαγωγών, είτε του πρωτογενούς τομέα, είτε του μεταποιητικού, επίσης προκαλεί θλίψη, καθώς οι εξαγωγές βιομηχανικών προϊόντων έχουν υποχωρήσει σχεδόν στο μισό τις τελευταίες δύο δεκαετίες, ενώ και ο αγροτικός τομέας έχει χάσει σημαντικό εξαγωγικό μερίδιο.

Ως αποτέλεσμα, το 40% των εξαγωγών την περίοδο 2012-2014 αφορούσε σε πετρέλαιο και τα παράγωγά του, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό στις αρχές της δεκαετίας του '90 (1990-1992) ήταν υποπολλαπλάσιο...

Ως αιτία, πέραν βεβαίως της νομισματικής αβεβαιότητας, δεν μπορεί παρά να καταγραφεί το γεγονός ότι οι όροι του επιχειρείν στην Ελλάδα, παρά τις όποιες μεταρρυθμίσεις προωθήθηκαν τα τελευταία χρόνια, επιδεινώθηκαν παρά βελτιώθηκαν.

Ούτε προϊόντα «υψηλής τεχνολογίας» κατορθώσαμε να παρουσιάσουμε, ούτε το κόστος ενέργειας κατορθώσαμε να περιορίσουμε -πολύ πάνω από τον μέσο όρο του ΟΟΣΑ και από τα υψηλότερα στην Ευρώπη-, ούτε και να αποδομήσουμε το υπερ-ρυθμισμένο και έντονα γραφειοκρατικό περιβάλλον στο οποίο καλούνται να δράσουν οι επιχειρήσεις στη χώρα μας.

Όχι μόνο παραμένει δύσκολο για μία επιχείρηση να εξασφαλίσει τον μακρύ κατάλογο των αδειών που απαιτούνται για την έναρξη δραστηριότητάς της, όχι μόνο είναι δυσχερές να εκτελέσει ένα συμβόλαιο δεδομένης της εικόνας του τομέα της Δικαιοσύνης αλλά και του κόστους των συμβολαιογραφικών και δικηγορικών αμοιβών, αλλά ούτε να κλείσει δεν μπορεί, δεδομένων των πιστοποιητικών φορολογικής και ασφαλιστικής ενημερότητας που απαιτούνται γι' αυτό, καθώς βεβαίως και του πτωχευτικού δικαίου.

Ας μη μιλήσουμε, δε, για τις λεγόμενες «ομαδικές απολύσεις», για τις οποίες τόσο μελάνι έχει χυθεί...

Ακόμη και στον τομέα των υποδομών, στον οποίο έχει διοχετευθεί πακτωλός κοινοτικών και άλλων κονδυλίων τα τελευταία 30 χρόνια, δεν έχει κατορθώσει να αποκτήσει η χώρα μας ανταγωνιστικό πλεονέκτημα, καθώς οι υποδομές της παραμένουν κάτω από τον μέσο όρο της ανεπτυγμένης Ευρώπης.

Βεβαίως, σύμφωνα με την έκθεση του ΟΟΣΑ, τα περιθώρια κέρδους σε ορισμένους τομείς παραμένουν τεράστια, στοιχείο επιβεβαιωτικό του γεγονότος ότι ο ανταγωνισμός δεν λειτουργεί επαρκώς στη χώρα μας...

Αν, όμως, έχουν όντως έτσι τα πράγματα στη χώρα μας, κι αν η «αντίσταση» που έχουν κατά καιρούς προβάλλει διάφορες συντεχνίες, συνδικάτα και πάσης μορφής πελατειακά συμφέροντα, το μόνο που έχει κατορθώσει είναι να καταστήσει τη χώρα μας ακόμη λιγότερο ανταγωνιστική και περισσότερο αφιλόξενη στις επενδύσεις, ξένες ή ντόπιες, τότε γιατί απορούμε με την κατάντια μας;

Ούτε θέλουμε, ούτε βεβαίως -ως αποτέλεσμα- μπορούμε...

Έτσι, δεν είναι;

 


Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.

ΣΧΟΛΙΑ ΧΡΗΣΤΩΝ

blog comments powered by Disqus
v