Δείτε εδώ την ειδική έκδοση

Οι αποδόσεις έπεσαν, το ρίσκο μένει

Δεν είναι ότι «έφτιαξαν» τα θεμελιώδη της οικονομίας σας. Η ρευστότητα των αγορών είναι η αιτία της μείωσης των αποδόσεων... Αυτά είπε, με λίγα λόγια, χθες, μια ψυχή που γνωρίζει. Αξίζει να την ακούσουμε.

Οι αποδόσεις έπεσαν, το ρίσκο μένει

Φίλτατοι, καλή σας ημέρα!

Εάν οι φίλτατοι τόσο της κυβέρνησης όσο και της αξιωματικής αντιπολίτευσης αναζητούν τα πραγματικά αίτια της αποκλιμάκωσης που σημειώνουν το τελευταίο διάστημα οι αποδόσεις των ελληνικών ομολόγων, ίσως βρουν απαντήσεις στα ερωτήματά τους από τα χθεσινά λεγόμενα του κ. Τσαρλς Νταλάρα, πρώην γενικού διευθυντή του Διεθνούς Χρηματοοικονομικού Ινστιτούτου (IIF).

Ο άνθρωπος που διαδραμάτισε ρόλο κλειδί κατά τις διαπραγματεύσεις της Ελλάδας με το διεθνές πιστωτικό σύστημα στη διάρκεια του διαβόητου κουρέματος του ιδιωτικού χρέους (PSI), και γνωρίζει άρα εκ των έσω τα ζητήματα της ελληνικής οικονομίας, δεν έκρυψε τα λόγια του.

Μπορεί η Ελλάδα να έχει σταματήσει να αποτελεί κίνδυνο για τη σταθερότητα των παγκόσμιων χρηματοοικονομικών αγορών και οι αποδόσεις των ομολόγων της να υποχωρούν, τούτο όμως οφείλεται στην αυξημένη ρευστότητα που υπάρχει στις αγορές και όχι σε τυχόν θεμελιώδη βελτίωση της οικονομίας της, είπε στη διάρκεια συνέντευξής του στο περιθώριο της διάσκεψης του Νταβός.

Για την ακρίβεια, αναφερόμενος στη λεγόμενη περιφέρεια της ευρωζώνης, τόνισε ότι «υπάρχει μια απόσταση μεταξύ των θεμελιωδών οικονομικών μεγεθών και της αποτίμησης του ρίσκου από τις αγορές. Σίγουρα ο κίνδυνος χρεοκοπίας στην Ιρλανδία, στην Ελλάδα, στην Πορτογαλία και στην Ιταλία είναι πολύ χαμηλότερος από ό,τι ήταν δύο χρόνια πριν. Αλλά αυτό δεν σημαίνει πως οι αποδόσεις αυτές αντανακλούν κάποια θεμελιώδη βελτίωση στις οικονομίες», πρόσθεσε.

Τα δημοσιονομικά εύσημα, βεβαίως, τα απένειμε στη χώρα μας και κάλεσε την Ευρώπη να τα αναγνωρίσει, αλλά τούτο αφορά τι θα πράξουν οι Ευρωπαίοι εταίροι με το χρέος μας και όχι οι αγορές στις οποίες φιλοδοξούμε να προστρέξουμε προς το τέλος του τρέχοντος έτους για την κάλυψη του όποιου χρηματοδοτικού κενού αντιμετωπίζουμε…

Οι επισημάνσεις αυτές του κ. Νταλάρα σημειώθηκαν δε την ίδια ημέρα που ο επίσης φίλτατος Γερούν Ντάισελμπλουμ φρόντιζε να λάβει η χώρα μας ακόμη μία ψυχρολουσία λέγοντας ότι είναι άγνωστο πότε θα επιστρέψει η τρόικα στην Ελλάδα, καθώς η χώρα μας δεν κάλυψε όλες τις απαιτήσεις για την πληρωμή της δόσης του 4ου τριμήνου.

Αναφερόμενος στις απαιτήσεις αυτές ο επικεφαλής της ευρωζώνης δεν έκανε λόγο μόνον για τους τρόπους κάλυψης του χρηματοδοτικού κενού, αλλά κυριότερα και για την εξακολουθητική απροθυμία που εμφανίζει η χώρα μας να προχωρήσει στις περιβόητες διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις που τόσο έχει ανάγκη, ώστε να βαδίσει ασφαλώς στον δρόμο της οικονομικής ανάπτυξης.

Τα επαγγέλματα και καίριας σημασίας αγορές, όπως αυτή της ενέργειας, εξακολουθούν να παραμένουν κλειστά, ενώ η γραφειοκρατία, η φοροδιαφυγή και η αδιαφάνεια συνεχίζουν να ορθώνονται ως εμπόδια στην ανάπτυξη της υγιούς επιχειρηματικότητας.

Αντίθετα, η δημοσιονομική προσαρμογή βασίζεται στην υπερφορολόγηση και στο ανηλεές κυνήγι όσων βεβαιώνουν τις οφειλές τους προς την εφορία, δηλαδή τους συνήθεις υπόπτους, μισθωτούς, συνταξιούχους, ιδιοκτήτες ακινήτων και βεβαίως σε μια μερίδα του επιχειρηματικού κόσμου.

Επί της ουσίας, τόσο ο κ. Νταλάρα όσο και ο κ. Ντάισελμπλουμ αναφέρονται σε αυτό που τόσο γλαφυρά περιέγραψε πρόσφατα επιστημονική μελέτη της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, ως την απουσία αλλαγής οικονομικού μοντέλου.

Εξακολουθούμε να επενδύουμε σε μη παραγωγικούς τομείς και κυρίως στον τομέα της εστίασης, δίχως να έχουμε κατορθώσει να αντιστρέψουμε την τάση αποβιομηχάνισης της χώρας, η οποία τείνει να κορυφωθεί υπό το φως της πολυετούς ύφεσης που διανύει ο τόπος.

Τα αίτια για το φαινόμενο αυτό είναι ασφαλώς πολλά και -δίχως άλλο- συμπεριλαμβάνουν και την απουσία εξεύρεσης χρηματοδοτικών πόρων, δεδομένης της συνεχιζόμενης δυσπραγίας του τραπεζικού συστήματος.

Κυριότερα, όμως, αφορούν στην απροθυμία όσων κρατούν τα ηνία αυτής της χώρας να προχωρήσουν στις απαραίτητες διαρθρωτικές αλλαγές, οι οποίες θα τονώσουν τον ανταγωνισμό και θα υποβοηθήσουν την πραγματοποίηση επενδύσεων, τόσο εγχωρίων όσο και από το εξωτερικό.

Αν, όμως, έχουν έτσι τα πράγματα, τι το παλεύουμε το πράγμα με μελέτες από τον ΟΟΣΑ;

Τις παραγγέλνουμε για να τις κρατάμε στα συρτάρια;


Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.

ΣΧΟΛΙΑ ΧΡΗΣΤΩΝ

blog comments powered by Disqus
v