Καθόλη τη διάρκεια της μεταπολίτευσης -δηλαδή από την πτώση της δικτατορίας των στρατιωτικών το 1974 μέχρι σήμερα- το κυρίαρχο αφήγημα που νομιμοποιεί την εξουσία των πολιτικών ελίτ στην Ελλάδα είναι η οικονομική και πολιτική σταθερότητα που έφεραν στη χώρα. Όπως άλλωστε ισχύει.
Ομως σε αντίθεση με το τι θα ανέμενε κανείς, αυτή η σταθερότητα δεν μεταφράσθηκε σε υψηλούς ρυθμούς οικονομικής ανάπτυξης. Ούτε συνοδεύτηκε από σύγκλιση με τον μέσο όρο ανάπτυξης της ΕΕ-ένα στόχο τον οποίο έθεσαν οι ίδιοι οι πολιτικοί όταν παρελάμβαναν την εξουσία. Αντίθετα ο μέσος ετήσιος όρος ανάπτυξης 1% των περασμένων 50 ετών αντιπροσωπεύει ένα πραγματικό φιάσκο.
Αυτή η αντιδιαστολή ανάπτυξης και σταθερότητας τα τελευταία 50 έτη αποτελεί το αντικείμενο μιας (υπό δημοσίευση) μελέτης του γνωστού καθηγητή οικονομικών Γιώργου Μπήτρου. Πρόκειται για ένα ενδιαφέρον παράδοξο διότι όπως μας διδάσκει η διεθνής εμπειρία η πολιτική σταθερότητα συνήθως αποτελεί προϋπόθεση της οικονομικής ανάπτυξης.
«Συνεπώς, το παράδοξο στην περίπτωση της Ελλάδας είναι ότι, ενώ όλες οι ενδείξεις πιστοποιούν ότι κατά τη μεταπολίτευση η πολιτική σταθερότητα βελτιώθηκε σημαντικά σε σύγκριση με την περίοδο 1954-1974, η οικονομική ανάπτυξη ακολούθησε την αντίθετη πορεία, και μάλιστα με εξαιρετικά μεγάλη διαφορά.»
Η εξήγηση για αυτό το παράδοξο θα πρέπει να αναζητηθεί σύμφωνα με τον Γ. Μπήτρο στους στόχους που έθεσαν οι πολιτικοί κατά τη μεταπολίτευση. Αντί να θέσουν στόχους δυναμικής σύγκλισης της ελληνικής με τις ευρωπαϊκές οικονομίες αντίθετα υιοθέτησαν την αναδιανομή ως το κυρίαρχο μοντέλο λειτουργίας της ελληνικής οικονομίας.
Αυτό σήμανε μεγαλύτερο κρατικό παρεμβατισμό, μεγαλύτερη εξουσία για τους πολιτικούς και μικρότερο οικονομικό δυναμισμό. Η πολιτική σταθερότητα στην Ελλάδα την τελευταία πεντηκονταετία εμπέδωσε αυτό που ο Μάνκουρ Όλσον αποκαλεί «αναδιανεμητικές συμμαχίες» μεταξύ διαφόρων κοινωνικών ομάδων που λειτούργησαν ως τροχοπέδη της οικονομικής ανάπτυξης και εκτόξευσαν στα ύψη την «προσοδοθηρία» για κρατικούς και κοινοτικούς πόρους.
Το Σύνταγμα του 75 υπήρξε ένα πολύ σημαντικό εργαλείο για την προώθηση των αναδιανεμητικών στόχων. Αυτό επιτεύχθηκε κυρίως με την πρωτόγνωρη μέχρι τότε αναγνώριση «κοινωνικών δικαιωμάτων» κάτι το οποίο απουσίαζε από τα προηγούμενα Συντάγματα.
«Με αυτά, θεμελιώθηκε εκ των άνω ένας αναδιανεμητικός μηχανισμός του εισοδήματος και του πλούτου των πολιτών, ο οποίος συνετέλεσε μεν σημαντικά στην πολιτική σταθερότητα, αλλά, μαζί με άλλους παράγοντες, συνετέλεσε επίσης καθοριστικά και στην οικονομική στασιμότητα η οποία παρατηρήθηκε τα χρόνια της μεταπολίτευσης.» Ετσι π.χ το προοδευτικότατο «δικαίωμα στην εργασία» που περιείχε το νέο σύνταγμα δικαιολογούσε οποιονδήποτε πελατειακό διορισμό η παρέμβαση στην αγορά εργασίας.
Όπως παρατηρεί ο συγγραφέας, ενόσω οι πόροι από κοινοτικά προγράμματα και δανεισμό εισέρρεαν εν αφθονία, όλοι κέρδιζαν, και το κοινωνικό κόστος του μηχανισμού της αναδιανομής μέσω του οποίου καλύπτονται τα «κοινωνικά» δικαιώματα περνούσε απαρατήρητο. Αλλά όχι από τις ξένες εταιρείες οι οποίες από νωρίς άρχισαν να αποχωρούν, και με το φευγιό τους να σηματοδοτούν, αφενός προς άλλες ξένες εταιρείες να αποφεύγουν τη χώρα μας, και αφετέρου προς τους εγχώριους επενδυτές να αναζητούν ευκαιρίες σε τρίτες χώρες. Έτσι, αναπόφευκτα, ενώ ο μέσος ρυθμός της οικονομικής ανάπτυξης επιβραδυνόταν ο λόγος του δημόσιου χρέους προς το ΑΕΠ έσπαζε το ένα ρεκόρ μετά το άλλο.
Αν λοιπόν η σταθερότητα δεν είναι ο αυτοσκοπός τότε τι; «Το ζητούμενο δεν είναι η διατήρηση αυτής καθ’ αυτής της σταθερότητας, αλλά η αποτελεσματική πολιτική διαχείριση των κοινωνικών και οικονομικών αναταράξεων που κατά κανόνα συνοδεύουν τις μεγάλες διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, όπως αυτές που έχει ανάγκη η χώρα μας.» Με άλλα λόγια ριζοσπαστικές μεταρρυθμίσεις συν αδιάφθορους μηχανισμούς κοινωνικής πρόνοιας πού θα φροντίζουν εκείνους που πλήττονται από τις αναταράξεις.
Είναι παρεμπιπτόντως ενδιαφέρον ότι ο συγγραφέας πού είναι πρωτεργάτης της νεοφιλελεύθερης οικονομικής σκέψης στην Ελλάδα καταλήγει σε ένα συμπέρασμα για τον επιθυμητό ρόλο του κράτους ως «διαχειριστή των κοινωνικών αναταράξεων που συνοδεύουν τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις» με τον οποίο δεν θα διαφωνούσε κανείς Σκανδιναβός σοσιαλδημοκράτης.
Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.