Η τελευταία έκθεση Schuman για την Ευρώπη, «Η κατάσταση της Ένωσης 2023» («The Schuman Report on Europe, Τhe State of the Union 2023»), εμπεριέχει ένα ενδιαφέρον εύρημα: ως τα τέλη του 2022, οι –σταθερές- κυβερνήσεις συνεργασίας στην Ευρώπη αποτελούσαν τη μεγάλη πλειοψηφία.
Σε χώρες, δε, όπως η Γερμανία, με κουλτούρα συνεργασιών, ο κυβερνητικός συνασπισμός θεωρείται σε κάθε εκλογική αναμέτρηση σχεδόν δεδομένος, το μόνο άγνωστο είναι το εύρος του. Αντιθέτως, στην Ελλάδα, ένας εν δυνάμει κυβερνητικός συνασπισμός παρουσιάζεται ως σκιάχτρο, που πρέπει πάση θυσία να αποφευχθεί.
Τι κάνει τη δική μας χώρα να βρίσκεται στον αντίποδα μιας ευρωπαϊκής πραγματικότητας;
Από τον 19ο αιώνα μέχρι σήμερα, υπήρξαν περί τις 15 κυβερνήσεις συνεργασίας, οι οποίες προέκυψαν σε περιόδους κρίσεων, είτε πολέμους, είτε δύσκολες πολιτικές και οικονομικές συγκυρίες, μέσα από διαφορετικά εκλογικά συστήματα συμπεριλαμβανομένης της απλής αναλογικής. Η απουσία πλειοψηφικού πυρήνα, το «εύθραυστο» των συνασπισμών, ο αριθμός των κομμάτων που τις συνέθεταν, ενίοτε και ο συνδυασμός των συγκεκριμένων παραγόντων, οδήγησαν σε λειτουργική αδυναμία των κυβερνήσεων αυτών.
Όλες κατά κανόνα απέτυχαν να εξαντλήσουν την συνταγματικά προβλεπόμενη θητεία τους, με εξαίρεση (κάτω από τις συνθήκες και τις περιπέτειες που γνωρίζουμε) αυτή των ΣΥΡΙΖΑ–ΑΝΕΛ, με κίνητρο μάλλον την εξουσία παρά το εθνικό όφελος.
Οι συνθήκες που επιβάλλουν εξάλλου τους εγχώριους κυβερνητικούς συνασπισμούς παρουσιάζουν μια συνταρακτική ομοιότητα. Από την μία πλευρά ένα «φλύαρο» και εφήμερο οικοσύστημα προσωποκεντρικών κομμάτων, που περιστρέφονται δηλαδή κυρίως γύρω από ηγέτες, προέδρους και αρχηγούς, και λιγότερο γύρω από σαφείς ιδεολογικούς πυρήνες. Πολλά από τα κόμματα αυτά τείνουν ενίοτε στον λαϊκισμό και σε ακραίες θέσεις. Οι ψηφοφόροι -στο ίδιο μήκος κύματος- τα προτιμούν ευκαιριακά. Αποπροσανατολισμένοι, βρίσκουν τρόπο να εκφράσουν τη δυσφορία τους προς τα κόμματα εξουσίας. Η παράμετρος αυτή οδήγησε στις πρόσφατες εκλογές το 16% των ψηφοφόρων σε επιλογές που έμειναν εκτός Βουλής!
Από την άλλη πλευρά, οι συμμαχίες αναδύονται συνήθως μέσα από εκλογικό σύστημα που δεν επιτρέπει ή και δυσχεραίνει την επίτευξη ενός ισχυρού πλειοψηφικού πόλου. Αν ο όποιος συνασπισμός διαμορφωθεί μετά τις εκλογές από αδύναμα ιδεολογικά, μακριά από τη νόρμα του μέτρου και της λογικής, κόμματα, θα είναι εύθραυστος, όπως εύθραυστη θα είναι και η κυβέρνηση που θα προκύψει, με υψηλές πιθανότητες διάλυσης.
Αντιθέτως, μια συμμαχία που έχει προϋπάρξει της κάλπης, βασίζεται δηλαδή σε κοινό πρόγραμμα, με κόμματα που έχουν δοκιμαστεί από κοινού στον εκλογικό στίβο, θεωρείται πιο συμπαγής, λιγοστά προβλήματα μπορεί να προκαλέσει. Η συνεργασία έχει γεννηθεί εκτός ανταγωνισμού και ο κοινοβουλευτικός και κυβερνητικός κοινός βίος ακολουθεί την εκλογική συνεργασία.
Στην Ελλάδα έχουμε γνωρίσει μόνο εύθραυστους συνασπισμούς οι οποίοι είχαν συγκεκριμένη αποστολή (όπως προαναφέρθηκε), συχνά επιβεβλημένη από εξωτερικούς παράγοντες, και περιορισμένο εύρος πολιτικής.
Το θέλγητρο της εξουσίας δελέασε και πάλι ως φαίνεται τον ΣΥΡΙΖΑ, πλην όμως οι Έλληνες, ταλαιπωρημένοι για σχεδόν μια δεκαπενταετία, γύρισαν την πλάτη σε νέες περιπέτειες. Διέφυγαν κυρίως προς τη Νέα Δημοκρατία, η οποία εξαργυρώνοντας την -αυτονόητη, για τον πρωθυπουργικό θώκο- σοβαρότητα του κ. Μητσοτάκη εμφανίστηκε ως μοναδικός πόλος σταθερότητας.
Μοιάζει οι εκλογείς να επέλεξαν κυρίως τη συνθήκη της κανονικότητας παρά μια οραματική επιδίωξη, στηριζόμενη σε μακρόπνοες δεσμεύσεις. Οι οποίες, παρεμπιπτόντως, απουσίαζαν από το προεκλογικό σκηνικό, όπως και οι προοπτικές της οικονομίας της χώρας, η μείωση του χρέους (συνδεδεμένου άρρηκτα με τη βαθιά ύφεση), η Ευρώπη. Γενικότερα, τα κόμματα επιδόθηκαν σε παιχνίδι μηδενικού αθροίσματος, μετατοπίζοντας τη συζήτηση σε ήσσονος σημασίας θέματα, μακριά από τα σημαντικά και ζέοντα.
Το γεγονός ότι 40% του εκλογικού σώματος αποφάσισε να μην ασχοληθεί με την κάλπη πρέπει να μας απασχολήσει. Αποχή αυτού του βεληνεκούς συνιστά ένδειξη παραίτησης αλλά και ελλείμματος σε παραγωγικές κοινωνικές δυνάμεις.
Τα σύγχρονα θέματα είναι τόσο πολύπλοκα, οι διεθνείς σχέσεις τόσο ρευστές, οι κοινωνικές μεταλλάξεις τόσο έντονα ορατές, που καθιστούν τον εποικοδομητικό διάλογο, την ευρεία συναίνεση και τη συμμετοχή των πολιτών, βασικές προϋποθέσεις για τη διαμόρφωση της όποιας σοβαρής πολιτικής πρότασης. Παιδεία, δημόσια υγεία, ασφάλεια, περιφερειακή και εθνική ανάπτυξη, ζητήματα εργασιακά αλλά και ισότητας των δυο φύλων, δεν αντιμετωπίζονται με μέτρα «λογιστικής» προσέγγισης, όπως αυτά που ακούστηκαν απ’ όλα τα κόμματα.
Ασφαλώς, η καθημερινότητα είναι σημαντική, ας μην τρέχουμε όμως αιωνίως πίσω από τα γεγονότα. Ιδίως μετά την εμπειρία της οικονομικής κρίσης και την όξυνση των σχέσεων με την Τουρκία, η ανάπτυξη εθνικής στρατηγικής είναι κομβικής σημασίας για τη χώρα.
Τα παγκόσμια σύγχρονα δεδομένα έχουν αλλάξει δραματικά με τον πόλεμο στην Ουκρανία. Θα τροποποιηθούν έτι περαιτέρω με την επικείμενη διεύρυνση της Ευρωπαϊκής Ένωσης, πιθανώς το 2030, με την υποδοχή χωρών των δυτικών Βαλκανίων, και κάποιων -πιο ανατολικά- της Ουκρανίας και της Μολδαβίας. Η διεύρυνση θα φέρει, λογικά, σημαντικές αλλαγές στη λειτουργία της Ε.Ε. με την υιοθέτηση της ειδικής πλειοψηφίας σε θέματα φορολογίας, εξωτερικής πολιτικής και κοινής ασφάλειας. Στο νέο περιβάλλον, η Ελλάδα, μικρή χώρα του Ευρωπαϊκού νότου και εξωτερικό σύνορο της Ε.Ε., θα χρειάζεται ακόμη πιο επιτακτικά συμμαχίες. Πώς αλλιώς μπορεί να εξελιχθεί σε συν-διαμορφωτή της πορείας της Ευρωπαϊκής Ένωσης που εκ των πραγμάτων καθορίζει την ελληνική πολιτική;
Η έλλειψη σοβαρών συνεργασιών και συμβιβασμών αποτελεί ένδειξη «απόστασης» -αν μη τι άλλο- από το παγκόσμιο γίγνεσθαι και δη το Ευρωπαϊκό. Οι Έλληνες αξίζουν ένα ωριμότερο πολιτικό σύστημα, στους κόλπους του οποίου κόμματα και πολιτικοί θα αναβαθμίζουν την ποιότητα του δημοσίου διαλόγου, θα αποστρέφονται το μικροκομματικό και προσωπικό όφελος – το οποίο ανθίζει προεκλογικά στην ελληνική επικράτεια, στις περιφέρειες πλείστων όσων υποψηφίων…
Απαιτείται αίσθημα ευθύνης – η χώρα εκτίθεται στον διεθνή χώρο και την Ιστορία. Τα μέσα ενημέρωσης και οι δημοσιογράφοι έχουν το δικό τους μερίδιο ευθύνης, μιας και έχουν τη δύναμη να θέσουν στο επίκεντρο της δημόσιας συζήτησης τα μείζονα θέματα.
Το ζητούμενο δεν είναι η αυτοδυναμία ενός κόμματος. Αλλά κατά πόσο μπορεί κανείς να ενώσει πολιτικούς και κοινωνικούς παράγοντες, και κυρίως πολίτες, γύρω από αξιακούς κώδικες και προτάσεις για το μέλλον. Ειδάλλως, η αυτοδυναμία ακούγεται ως δυνατότητα «εν λευκώ» ως προς τη νομή του κράτους, η οποία τρέφει συχνά την αυθαιρεσία, τη διαφθορά, τον αυταρχισμό, και οδηγεί στην ανομία – η χώρα τα έχει γνωρίσει τα φαινόμενα αυτά, την έχουν οδηγήσει σε περιπέτειες τη δεκαετία του ’90 αλλά και αργότερα το 2010, στην οικονομική κρίση.
Το ζητούμενο είναι –ή, ακριβέστερα, θα έπρεπε να είναι- η εθνική αυτοδυναμία και ανεξαρτησία, έτσι ώστε οι Έλληνες να έχουν το δικαίωμα να ατενίζουν το μέλλον, ελεύθερα, με αξιοπρέπεια και ασφάλεια.
* Ο κ. Ξενοφών Κροκίδης είναι Δρ. Φυσικής, Ιδρυτής και Δ/νων σύμβουλος της εταιρείας SCIENOMICS.
Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.