Πώς φτάσαμε στον άτυπο παγκόσμιο πόλεμο υπερδυνάμεων

Η αντιπαράθεση Δύσης και Ανατολής γίνεται πολυπλοκότερη και άρα πιο ολισθηρή, με σημαντικές γεωπολιτικές προεκτάσεις. Πώς εξελίχθηκαν οι στρατηγικές Κίνας και Δύσης. Γράφει ο Αθ. Χ. Παπανδρόπουλος.

Πώς φτάσαμε στον άτυπο παγκόσμιο πόλεμο υπερδυνάμεων

Ο κόσμος βρίσκεται σε κρίσιμη καμπή, γιατί στο πεδίο της γεωπολιτικής και της παγκόσμιας οικονομίας, νέες δυνάμεις αναζητούν θέση στο υψηλότερο επίπεδο. Και τις δυνάμεις αυτές, κανείς δεν μπορεί να τις αγνοήσει, όσο ισχυρός και αν είναι σήμερα. Κίνα, Ινδία, Βραζιλία, Ρωσία και Αφρική αντιπροσωπεύουν περί τα 4 δισεκατομμύρια ψυχές, ήτοι πάνω από το 50% του παγκόσμιου πληθυσμού.

Απέναντί τους, η κυρίαρχη μέχρι πρότινος Δύση φθάνει το ένα δισεκατομμύριο ψυχές, πληθυσμός που είναι και ο πλουσιότερος στον κόσμο συνολικά. Το συνολικό δυτικό ΑΕΠ (Αμερική, Ευρώπη, Ιαπωνία, Καναδάς, Ωκεανία και Νότια Κορέα) υπερκαλύπτει το 60% του παγκόσμιου, αλλά η πορεία του είναι μάλλον πτωτική τα τελευταία χρόνια, σε αντίθεση με τις άλλες μεγάλες χώρες που σταθερά κερδίζουν μερίδια αγοράς. Αυτός είναι και ένας από τους λόγους της εντυπωσιακής ανόδου του παγκόσμιου χρέους, το οποίο ξεπερνά πλέον τρεις φορές σχεδόν το πλανητικό ΑΕΠ.

Σε μεγάλο βαθμό, τα 20 τελευταία χρόνια η αποκαλούμενη «καπιταλιστική Δύση» κάλυψε την εισοδηματική της στασιμότητα με δανεισμό, ενισχύοντας εκ των πραγμάτων τη διεθνή κυριαρχία της χρηματοοικονομίας. Στο πλαίσιο αυτό, ήδη από την πτώση του κομμουνισμού της Σοβιετικής Ένωσης, το 1992, οι ΗΠΑ και η τότε Κοινοτική Ευρώπη καθιέρωσαν μια διεθνή οικονομική τάξη, που στηριζόταν στις ανοικτές αγορές χρήματος, στις γρήγορες ροές κεφαλαίων, στο παγκόσμιο εμπόριο και σε ιδιωτικοποιήσεις που στόχο είχαν να φέρουν στις κεφαλαιαγορές διεθνή αποταμίευση.

Την ίδια περίοδο, το να δοθεί η ευκαιρία σε χώρες όπως η Κίνα και η Ρωσία να ενσωματωθούν στην παγκόσμια οικονομία θεωρήθηκε μια πολύ θετική πρωτοβουλία, παρά τα αυταρχικά πολιτικά καθεστώτα σε αμφότερες τις χώρες. Κυριαρχούσε τότε η αντίληψη ότι καθώς οι δύο χώρες θα γνώριζαν ισχυρή ανάπτυξη, σίγουρα θα υιοθετούσαν την οικονομία της αγοράς και άρα πολιτικά θα πορεύονταν προς τη δημοκρατία και το φιλελεύθερο κράτος δικαίου.

Για ποικίλους οικονομικούς, πολιτικούς, πολιτιστικούς και πρακτικούς λόγους αυτό δεν ισχύει σήμερα. Οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού έχουν καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η εθνική ασφάλεια και η κλιματική αλλαγή πρέπει τώρα να προηγηθούν. Στις Βρυξέλλες, μιλούν για «οικονομική ασφάλεια» και «στρατηγική αυτονομία»: οι πολιτικοί ηγέτες θέλουν η Ένωση να είναι σε θέση να χαράξει τη δική της πορεία.

Η πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν δήλωσε πρόσφατα ότι ήθελε να «διακινδυνεύσει» τις σχέσεις με την Κίνα. Οι αξιωματούχοι στην Ουάσιγκτον έχουν παρόμοιες φιλοδοξίες. Πιστεύουν ότι η παλιά παγκόσμια τάξη πραγμάτων οδήγησε σε αποδυνάμωση της αμερικανικής βιομηχανικής βάσης, δημιούργησε οικονομικές εξαρτήσεις που μπορούν να αξιοποιηθούν για γεωπολιτικούς σκοπούς, άφησε αδιάφορη την κλιματική κρίση και αύξησε την ανισότητα, σε σημείο να θέσει σε κίνδυνο τη δημοκρατία.

Ωστόσο, η αναζήτηση για μεγαλύτερη ασφάλεια, η καταπολέμηση της κλιματικής αλλαγής και η προσπάθεια αντιμετώπισης της κινεζικής απειλής περιλαμβάνουν κάθε είδους συμβιβασμούς. Ακόμα κι αν οι οικονομικοί προβληματισμοί δεν είναι πλέον κυρίαρχοι, η πειθαρχία των οικονομικών έχει ακόμα πολλά να προσφέρει.

Στο επίπεδο αυτό, πολύ σύντομα, από το 1990 έως το 2000 φάνηκε ότι η οικονομική ανάπτυξη της Κίνας έβαλε στο πολιτικό σύστημα της χώρας νέα προβλήματα πολιτικής, κοινωνικής, ψυχολογικής και πολιτιστικής φύσεως, τα οποία θα μπορούσαν να προσλάβουν ανατρεπτικό χαρακτήρα. Με τις ανάλογες πολιτικές συνέπειες βέβαια. Εξάλλου, πρόγευση των μελλόντων να συμβούν, το κινέζικο κομμουνιστικό καθεστώς είχε ήδη πάρει με τους Ολυμπιακούς Αγώνες του Πεκίνου το 2008.

Από τότε και μετά το ΚΚΚίνας βεβαιώθηκε ότι η ενσωμάτωσή του βαθύτερα στην παγκοσμιοποιημένη οικονομία θα σήμαινε και το πολιτικό του τέλος. Η κινεζική ηγεσία αλλά και οι φιλικοί προς αυτήν αυταρχικοί ηγέτες συνειδητοποίησαν ότι με πρόεδρο των ΗΠΑ τον Μπαράκ Ομπάμα, οι ΗΠΑ μαζί με την υψηλού επιπέδου κοινωνική Ευρώπη θα ενίσχυαν σε κάθε γωνιά του πλανήτη την έννοια του κράτους δικαίου. Και θα άλλαζαν σε βάθος κοινωνικές και καταναλωτικές συμπεριφορές.

Μια παρόμοια εξέλιξη στην Κίνα θα προκαλούσε σοβαρές αναταραχές, με δεδομένες τις κρατικές ανισότητες των διαφόρων περιφερειών της χώρας και της ημιαυτονομίας που έχαιραν ευημερούσες πόλεις όπως το Μακάο και το Χονγκ Κονγκ.

Με αφετηρία λοιπόν τη χρηματοοικονομική κρίση στις ΗΠΑ το 2007, η οποία το 2009 πήρε παγκόσμιες διαστάσεις και έβαλε σε σοβαρό κίνδυνο διάλυσης την ευρωζώνη, η Κίνα, η Ρωσία και άλλες χώρες με αντιφιλελεύθερα καθεστώτα αποφασίζουν, παρά τις εσωτερικές διαφορές τους, να δημιουργήσουν ένα αντιδυτικό μέτωπο, όχι τόσο για οικονομικούς όσο για πολιτικούς λόγους.

Πρώτο μέλημα του ΚΚΚίνας δεν ήταν πλέον η ενσωμάτωση στην παγκόσμια οικονομία, αλλά η γεωπολιτική ανέλιξη. Ο Σι Τζινπίνγκ, όπως σήμερα λέει και ο ίδιος, μόνον αν ανατραπούν οι διεθνείς κανόνες που φέρουν αμερικανική σφραγίδα, η Κίνα το 2049, θα γιορτάσει τα 100 χρόνια της ως κομμουνιστικό κράτος, που θα κατέχει και την πρώτη θέση στον κόσμο.

Αυτή είναι σήμερα η μεγάλη πρόκληση της εποχής μας, από την οποία μύρια άλλα έπονται.

Ο πολύ σοφός Ντενγκ Σιαοπίνγκ, όταν αποφάσιζε πριν από 40 χρόνια η κινεζική οικονομία να ανοιχτεί στον κόσμο και να αρχίσει την ενσωμάτωσή της στον διεθνή καταμερισμό της εργασίας, δεν είχε αναφερθεί μόνο στο περίφημο «χρώμα της γάτας, το οποίο δεν είχε καμία απολύτως σημασία, αν η τελευταία μπορούσε να πιάνει περισσότερα ποντίκια». 

Λίγα χρόνια αργότερα, όταν διαπίστωνε ότι η κινεζική οικονομία πετύχαινε ισχυρούς ρυθμούς ανάπτυξης και κάποια εκατομμύρια Κινέζων, πολύ γρήγορα, εγκατέλειπαν τη φτώχεια, τόνισε και κάτι άλλο: «Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι όταν ανοίγαμε παράθυρα για να μπαίνει καθαρός αέρας, μαζί με αυτόν μπαίνουν και μύγες». Και αυτές οι τελευταίες, για τον Κινέζο κομμουνιστή ηγέτη δεν ήταν άλλες από τις δόσεις ελευθερίας και δημοκρατίας που μια δυτικού τύπου ανάπτυξη φέρει μαζί της.

Ο Ντενγκ είχε καταλάβει πολύ καλά ότι χωρίς ελεύθερη σκέψη και δράση, καινοτομία δεν είναι εύκολο να υπάρξει. Αυτό εξάλλου το είχε παρατηρήσει και στην περίπτωση της Ιαπωνίας, όταν τη δεκαετία του 1980 κατείχε ρεκόρ αντιγραφής πνευματικής ιδιοκτησίας.

Με αφετηρία τις πιο πάνω σκέψεις και τα γεγονότα που της υπαγορεύουν, έχουμε την αίσθηση ότι μια σειρά από οικονομικές και γεωπολιτικές εξελίξεις, από το 2008 και μετά, αποτελούν την αφετηρία μας νέα τάξης πραγμάτων, η οποία βρίσκεται ακόμα στα πρώτα της βήματα. Και τούτο διότι η πανδημία Covid-19 από μόνη της άλλαξε το πλαίσιο μέσα στο οποίο είχαν αρχίσει να δρομολογούνται οι προαναφερόμενες εξελίξεις.

Στην ουσία δε, βρισκόμαστε σήμερα στην αρχή ενός άτυπου παγκόσμιου πολέμου με πρωταγωνιστές δύο παλαιές αυτοκρατορίες και τους δορυφόρους τους και το σύνολο του ανεπτυγμένου φιλελεύθερου κόσμου απέναντί τους.


Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.

ΣΧΟΛΙΑ ΧΡΗΣΤΩΝ

blog comments powered by Disqus
v