Οι Ιταλοί πολίτες καλούνται την προσεχή Κυριακή να επιλέξουν την επόμενη κυβέρνηση της χώρας τους. Όλες οι δημοσκοπήσεις δείχνουν πως ο συνασπισμός της δεξιάς, ο οποίος αποτελείται από τρία κόμματα, τα Αδέλφια της Ιταλίας της Τζόρτζια Μελόνι, την Λέγκα του Ματέο Σαλβίνι και το Forza Italia του Σίλβιο Μπερλουσκόνι, θα κερδίσει τις εκλογές. Τα Αδέλφια της Ιταλίας, συγκεντρώνουν μέχρι στιγμής τα υψηλότερα νούμερα στις μετρήσεις.
Η παράταξη της Μελόνι δεν είχε στηρίξει τους προηγούμενους μήνες την κυβέρνηση του Μάριο Ντράγκι, η μόνη στην ιταλική βουλή. Είχε έτσι την ευελιξία να ασκεί κριτική εκ του ασφαλούς και αυτό συνέβαλε στην πολιτική της άνοδο.
Τόσο η Λέγκα, όσο και το Forza Italia έχουν κρίνει πως η συνεργασία τους με τα Αδέλφια της Ιταλίας εγγυώνται την επιστροφή τους στην εξουσία ως εταίροι με μικρότερη πολιτική δύναμη αλλά ως απαραίτητοι πυλώνες για το σχηματισμό κυβέρνησης. Μία κυβέρνηση δεξιού συνασπισμού στην Ιταλία θα έχει εσωτερικούς τριγμούς. Απομένει να φανεί αν η επιθυμία για παραμονή στην εξουσία θα είναι ισχυρότερη από τις διαφωνίες που θα προκύψουν.
Ο βασικός λόγος για τον οποίο τα Αδέλφια της Ιταλίας εμφανίζονται ως ο πιο πιθανός νικητής των εκλογών είναι η απογοήτευση των Ιταλών πολιτών για την καθημερινότητά τους. Η οικονομική και ενεργειακή κρίση σε συνδυασμό με την αυξανόμενη ακρίβεια δίνουν τη δυνατότητα στην Μελόνι να προσελκύει ψηφοφόρους.
Η τάση αυτή καταγράφεται στην Ιταλία και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες εδώ και αρκετά χρόνια, και επανέρχεται στο προσκήνιο με τον πόλεμο στην Ουκρανία. Τα Αδέλφια της Ιταλίας αποτελούν ένα καινούριο καταφύγιο για πολλούς ψηφοφόρους, καθώς στο παρελθόν η επίδοση του κόμματος δεν μπορούσε να προμηνύσει την σημερινή πολιτική του επιτυχία.
Επί της ουσίας, όμως, η Μελόνι δεν έχει ταχθεί δημοσίως υπέρ της αλλαγής της ιταλικής στρατηγικής στο ζήτημα της Ουκρανίας. Αν και οι δημοσκοπήσεις δείχνουν πλέον πως η πλειονότητα των Ιταλών πολιτών έχει αρχίσει να αμφιβάλει για τη χρησιμότητα των κυρώσεων, η ίδια υποστηρίζει τη συνέχιση της ίδιας πολιτικής.
Ταυτόχρονα, τίθεται υπέρ την αποστολής οπλισμού στην Ουκρανία για να αμυνθεί. Σε γενικές γραμμές αυτή είναι η στάση του Forza Italia. Περισσότερος επιφυλακτικός εμφανίζεται δημοσίως ο Σαλβίνι, αλλά μάλλον το πράττει για ψηφοθηρικούς λόγους, καθώς το κόμμα του έχει στηρίξει τις σχετικές επιλογές του Ντράγκι.
Η νίκη, λοιπόν, του ιταλικού συνασπισμού της δεξιάς δύσκολα θα σηματοδοτήσει αλλαγές στην ιταλική προσέγγιση στο ουκρανικό. Οι σχέσεις της νέας ιταλικής κυβέρνησης με την Ευρωπαϊκή Ένωση θα επηρεαστεί περισσότερο από την γενικόλογη αντιευρωπαϊκή ρητορική της Μελόνι παρά από συγκεκριμένες προτάσεις πολιτικής. Ενδεχομένως να υπάρξουν κάποιες τριβές στην υλοποίηση του σχεδίου ανάκαμψης της ιταλικής οικονομίας μετά την πανδημία, το οποίο στηρίζεται από ευρωπαϊκά κεφάλαια. Η απουσία του Ντράγκι ίσως βάλει φρένο σε κάποιες μεταρρυθμίσεις που επιθυμεί η Κομισιόν.
Τέλος, η σημερινή πολιτική πραγματικότητα στην Ιταλία καθρεπτίζει την αδυναμία της κεντροαριστεράς να εμπνεύσει τους πολίτες. Παρά τα υπαρκτά οικονομικά προβλήματα, ο ηγέτης του σοσιαλδημοκρατικού κόμματος Ενρίκο Λέτα δεν κατάφερε να συσπειρώσει κόμματα παρόμοιας ιδεολογίας και να σφυρηλατήσει ένα ισχυρό μέτωπο, όπως ο ίδιος οραματιζόταν.
Η αποτυχία αυτή οδηγεί στην επικράτηση ακραίων, ενίοτε ακροδεξιών και ρατσιστικών τάσεων εντός της ιταλικής κοινωνίας με ηγέτη μία πολιτικό, την Μελόνι, η οποία δίνει τώρα αγώνα για να απαλλαγεί από τη νεοφασιστική ταμπέλα που της αποδίδεται διεθνώς.
Ευρύτερα, αποτυπώνει τη δυσκολία με την οποία κεντροαριστεροί πολιτικοί σε όλη την Ευρώπη πείθουν την κοινή γνώμη για τη δυνατότητα λήψης αποτελεσματικών μέτρων κοινωνικής πολιτικής εν μέσω οικονομικής και ενεργειακής τρικυμίας.
* Ο Δρ. Γιώργος Ν. Τζογόπουλος είναι λέκτορας διεθνών σχέσεων στο Ευρωπαϊκό Ινστιτούτο (CIFE), και Senior Fellow στο ΕΛΙΑΜΕΠ και το Κέντρο Στρατηγικών Σπουδών Μπέγκιν-Σαντάτ
Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.