Στο μακρινό παρελθόν, οι κατώτατοι μισθοί χρησιμοποιήθηκαν για την αντιμετώπιση της εκμετάλλευσης των εργαζομένων κυρίως σε χώρες που βρίσκονταν υπό ανάπτυξη και στις φάμπρικες τους (τα λεγόμενα sweatshops). Στη συνέχεια, θεωρήθηκαν ως ένας τρόπος για να αποφευχθεί η εκμετάλλευση και να βοηθηθούν οι οικογένειες με χαμηλότερο εισόδημα, παντού.
Οι υποστηρικτές του πίστευαν και συνεχίζουν να πιστεύουν ότι ο κατώτατος μισθός ανεβάζει το βιοτικό επίπεδο των εργαζομένων, μειώνει τη φτώχεια και την ανισότητα, τονώνει την οικονομία αυξάνοντας την αγοραστική δύναμη και βοηθάει στο ηθικό των εργαζομένων. Με την επικράτηση αυτής της λογικής, οι περισσότερες χώρες είχαν θεσπίσει νομοθεσία για τον κατώτατο μισθό μέχρι τα τέλη του 20ου αιώνα. Σήμερα, ο κατώτατος μισθός λειτουργεί ως δημοσιονομικό εργαλείο στην αγορά εργασίας.
Στην Ελλάδα, το πόρισμα του ΚΕΠΕ - με βάση τα υπομνήματα των επιστημονικών και κοινωνικών φορέων - για τον καθορισμό του κατώτατου μισθού, αποτέλεσε τη βάση της πρόσφατης κυβερνητικής απόφασης για αύξηση του. Σύμφωνα με δημοσιεύματα, το ΚΕΠΕ πρότεινε η αύξηση των κατώτατων αποδοχών να κυμαίνεται μεταξύ 4% και 6%, σταθμίζοντας τις προτάσεις των φορέων της διαβούλευσης που ξεκινούσαν από 3% και έφταναν μέχρι και το 13% (πρόταση ΓΣΕΕ).
Κατόπιν διαγγέλματος του πρωθυπουργού, ο κατώτατος μισθός από την 1η Μαΐου αυξήθηκε κατά 50 ευρώ τον μήνα. Από τα 663 ευρώστα 713 ευρώ, παίρνοντας συνολική αύξηση 9,7% σε σχέση με τον κατώτατο μισθό του 2021. Με απλά λόγια, οι σχεδόν 650.000 εργαζόμενοι αυτής της κατηγορίας θα κερδίσουν παραπάνω από έναν επιπλέον καθαρό μισθό, θα δουν δηλαδή, σύμφωνα με τον πρωθυπουργό, έναν 15ο μισθό να προστίθεται στο εισόδημά τους ετησίως.
Όμως το παραπάνω δεν έχει καμία λογική επειδή ο θεσμός του κατώτατου μισθού φτιάχτηκε για να σταθεροποιεί κατά κύριο λόγο το βιοτικό επίπεδο των χαμηλόμισθων. Πρόκειται για μια λανθασμένη προσέγγιση στην οικονομία, καθώς ο κατώτατος μισθός χρησιμοποιείται ως ψηφοθηρικό εργαλείο από τα πολιτικά κόμματα σε αντίθεση με το να καθορίζεται από ανεξάρτητα ινστιτούτα που θα ελάμβαναν υπόψη τις πραγματικές δυνατότητες της αγοράς.
Σε πολλές χώρες, υπάρχουν πολιτικές δικλείδες οι οποίες κάνουν απαγορευτική τη χρήση του κατώτατου μισθού ως ψηφοθηρικό εργαλείο. Στην Αυστραλία για παράδειγμα, ο ανεξάρτητος φορέας που ονομάζεται Επιτροπή Δίκαιης Εργασίας κάθε χρόνο αναθεωρεί τόσο τον εθνικό κατώτατο μισθό όσο και τα ποσοστά ελάχιστης αμοιβής βάσει εργατικών συμβάσεων και άλλων δεδομένων. Σε χώρες υψηλής ανάπτυξης όπως είναι οι Σκανδιναβικές, δεν ορίζεται γενικά κι αόριστα κάποιος κατώτατος μισθός αλλά προκύπτει ως αποτέλεσμα διαπραγμάτευσης μεταξύ εργοδοσίας και συνδικάτων.
Είναι αξιοσημείωτο το ότι σε όλα αυτά τα έθνη, συνυπάρχει χαμηλή ανεργία σε συνδυασμό με κατώτατους μισθούς που εξασφαλίζουν ένα αξιοπρεπές επίπεδο διαβίωσης. Και τούτο επειδή οι οικονομικές πολιτικές συμβαδίζουν με οικονομικές ελευθερίες, ενώ οι ανειδίκευτοι εργάτες (ριες) αποτελούν ένα μικρό μόνο ποσοστό του εργατικού δυναμικού.
Επομένως, μια εύρωστη οικονομία μπορεί να στηρίξει τους χαμηλόμισθους χωρίς να δημιουργεί προβλήματα στη δυναμική της οικονομίας. Από την άλλη, διεξάγονται ετήσιοι έλεγχοι και αξιολόγηση έργου για όλες τις εταιρείες, κάτι που ενισχύει το θεσμό της διαφάνειας, της υγιούς ανταγωνιστικότητας και της εξασφάλισης της συνέχειας στην ποιότητα των προϊόντων και υπηρεσιών.
Ένα τέτοιο παράδειγμα είναι η Αυστραλιανή Etiko Fairtrade που σκόραρε υψηλά στις παραπάνω κατηγορίες αποδεικνύοντας ότι ένα βραβευμένο project είναι αποτέλεσμα ολιστικής εργασίας που κρατάει εργοδότες και εργαζομένους ικανοποιημένους σε σχέσεις αμοιβαίας ωφέλειας, χωρίς να χρειάζεται η παρέμβαση του κράτους να δημιουργεί νοερούς διαχωρισμούς (αφεντικά vs εργάτες υπό εκμετάλλευση), επηρεάζοντας ολόκληρη την κουλτούρα δικαιωμάτων – υποχρεώσεων, όπως γίνεται στην Ελλάδα.
Στη χώρα μας, η κακή διαχείριση του κατώτατου μισθού συμπλέει και με άλλες διαχρονικές στρεβλώσεις. Ένα συγκριτικό παράδειγμα δείχνει ότι η Ελλάδα σε σύγκριση με την Αυστραλία διαθέτει εργατικό δυναμικό που αγγίζει ως ποσοστό ένα 38% του πληθυσμού έναντι 60%, αντίστοιχα.
Ακόμα, στην Ελλάδα ο δημόσιος τομέας ως ποσοστό του συνολικού εργατικού δυναμικού είναι 25% έναντι ενός 14% της Αυστραλίας. Σε αυτό θα πρέπει να προστεθεί και το ότι ο δημόσιος τομέας στην Ελλάδα προσφέρει υψηλότερες αμοιβές και απολαβές στους εργαζομένους και κατ’ επέκταση το εισόδημα του αναποτελεσματικού δημόσιου τομέα είναι δυσανάλογα μεγαλύτερο.
Οποιαδήποτε αλλαγή που δεν λαμβάνει υπόψη τα οικονομικοκοινωνικά δεδομένα μιας χώρας, αλλά και την πραγματική κατάσταση της αγοράς, όπως συνδιαμορφώνεται από αστάθμητους παράγοντες (πολύχρονη οικονομική κρίση, πανδημία, πόλεμος), κινδυνεύει να καταστεί μη βιώσιμη ή και επικίνδυνη για την περαιτέρω πορεία της.
Οι μισθοί δεν είναι το δώρο του κράτους ή ενός μεγαλόκαρδου πρωθυπουργού προς τους πολίτες, είναι συλλογικό αποτέλεσμα αναπτυξιακού έργου, εξωστρέφειας, ανοίγματος ευκαιριών, δημιουργίας νέων θέσεων εργασίας και βέβαια, πραγματικής εικόνας των προβλημάτων που αντιμετωπίζουν όλοι οι κλάδοι εργασίας.
Απαιτούνται μεταρρυθμίσεις που δεν θα βάζουν πρόσκαιρα τσιρότα σε χρόνια προβλήματα.
* Ο Στιβ Μπακάλης είναι πρώην καθηγητής του Πανεπιστημίου Victoria της Μελβούρνης. Η Δέσποινα Λιμνιωτάκη είναι Κοινωνική Ψυχολόγος.
Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.