Στη σύνοδο κορυφής για το κλίμα τον περασμένο μήνα, εκατοντάδες χρηματοπιστωτικά ιδρύματα δήλωσαν ότι θα διέθεταν τρισεκατομμύρια δολάρια για να χρηματοδοτήσουν λύσεις για την κλιματική αλλαγή. Oπως, όμως, τονίζει ο Τζέφρι Σακς, υπάρχει ένα σημαντικό πρόβλημα: το παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα εμποδίζει τη ροή χρηματοδότησης προς τις αναπτυσσόμενες χώρες.
Όπως αναφέρει σε άρθρο του στο Project Syndicate, η οικονομική ανάπτυξη εξαρτάται από τις επενδύσεις σε τρία κύρια είδη κεφαλαίου: ανθρώπινο κεφάλαιο (υγεία και εκπαίδευση), υποδομές και επιχειρήσεις. Οι φτωχότερες χώρες έχουν χαμηλότερα επίπεδα από κάθε είδος κεφαλαίου, και επομένως έχουν επίσης τη δυνατότητα να αναπτυχθούν γρήγορα αν γίνουν επενδύσεις. Σήμερα, τονίζει ο καθηγητής του Κολούμπια, αυτή η ανάπτυξη μπορεί και πρέπει να είναι πράσινη και ψηφιακή, αποφεύγοντας την ανάπτυξη υψηλής ρύπανσης του παρελθόντος.
Η ροή κεφαλαίων από τις παγκόσμιες αγορές ομολόγων και τις τράπεζες προς τις αναπτυσσόμενες χώρες παραμένει μικρή, δαπανηρή για τους δανειολήπτες και ασταθής, υπογραμμίζει ο κ. Σακς. Οι δανειολήπτες των αναπτυσσόμενων χωρών πληρώνουν τόκους που είναι συχνά 5-10% υψηλότεροι ετησίως από το κόστος δανεισμού που πληρώνουν οι πλούσιες χώρες, επισημαίνει.
Ένας λόγος είναι σύμφωνα με τον ίδιο ότι οι οίκοι αξιολόγησης αποδίδουν με μηχανικό τρόπο χαμηλότερες αξιολογήσεις σε χώρες μόνο και μόνο επειδή είναι φτωχές. Ωστόσο, σημειώνει ο κ. Σακς, τα πραγματικά ρίσκα δεν είναι τόσο υψηλά όσο εκτιμούν οι οίκοι αξιολόγησης και η στάση τους οδηγεί συχνά σε μια αυτοεκπληρούμενη προφητεία. Όπως υποστηρίζει, οι διεθνείς δανειστές ή οι οίκοι αξιολόγησης πιστεύουν, συχνά για αυθαίρετο λόγο, ότι μια χώρα έχει καταστεί αναξιόπιστη. Αυτή η αντίληψη έχει ως αποτέλεσμα την «ξαφνική διακοπή» του νέου δανεισμού προς την κυβέρνηση της συγκεκριμένης χώρας. Χωρίς πρόσβαση σε αναχρηματοδότηση, η κυβέρνηση αναγκάζεται να οδηγηθεί σε χρεοκοπία, «δικαιώνοντας» έτσι τους προηγούμενους φόβους. Στη συνέχεια, η κυβέρνηση συνήθως απευθύνεται στο ΔΝΤ για έκτακτη χρηματοδότηση. Χρειάζεται να περάσουν χρόνια ή δεκαετίες για να αποκατασταθεί η διεθνής φήμη της συγκεκριμένης χώρας, υποστηρίζει ο κ. Σακς.
Την ίδια στιγμή, σημειώνει ο γνωστός οικονομολόγος, οι κυβερνήσεις των πλούσιων χωρών που δανείζονται διεθνώς σε δικά τους νομίσματα δεν αντιμετωπίζουν τον ίδιο κίνδυνο ξαφνικής διακοπής, επειδή οι δικές τους κεντρικές τράπεζες λειτουργούν ως δανειστές έσχατης ανάγκης. Έτσι, οι πλούσιες χώρες δανείζονται γενικά σε δικά τους νομίσματα, με χαμηλό κόστος και με μικρό κίνδυνο έλλειψης ρευστότητας. Αντίθετα, οι χώρες χαμηλού και μεσαίου εισοδήματος δανείζονται σε ξένα νομίσματα (κυρίως δολάρια και ευρώ), πληρώνουν εξαιρετικά υψηλά επιτόκια και υφίστανται ξαφνικές διακοπές.
Όπως αναφέρει ο κ. Σακς, ο λόγος του χρέους της Γκάνα προς το ΑΕΠ (83,5%) είναι πολύ χαμηλότερος από εκείνον της Ελλάδας (206,7%) ή της Πορτογαλίας (130,8%), ωστόσο η Moody's βαθμολογεί τη φερεγγυότητα των κρατικών ομολόγων της Γκάνα με Β3, αρκετές βαθμίδες χαμηλότερα από αυτά της Ελλάδας (Ba3 ) και της Πορτογαλία (Baa2). Η Γκάνα πληρώνει επιτόκιο περίπου 9% για δεκαετή δανεισμό, ενώ η Ελλάδα και η Πορτογαλία πληρώνουν μόλις 1,3% και 0,4%, αντίστοιχα.
Το πρόβλημα εντείνεται κατά τον κ. Σακς από το γεγονός ότι όταν μια χώρα χάσει μια αξιολόγηση επενδυτικής βαθμίδας είναι εξαιρετικά δύσκολο να την ανακτήσει εκτός και αν η κυβέρνηση της απολαμβάνει την υποστήριξη μιας μεγάλης κεντρικής τράπεζας. Ως εκ τούτου, ο αμερικανός οικονομολόγος υποστηρίζει ότι είναι επείγουσα η αναθεώρηση του παγκόσμιου χρηματοπιστωτικού συστήματος. Οι αναπτυσσόμενες χώρες με καλές προοπτικές ανάπτυξης και ζωτικές αναπτυξιακές ανάγκες θα πρέπει να μπορούν να δανείζονται αξιόπιστα με αξιοπρεπείς όρους αγοράς, τονίζει.
Για το σκοπό αυτό, υποστηρίζει ο κ. Σακς, η G20 και το ΔΝΤ θα πρέπει να επινοήσουν ένα νέο και βελτιωμένο σύστημα αξιολόγησης της πιστοληπτικής ικανότητας που θα λαμβάνει υπόψη τις προοπτικές ανάπτυξης κάθε χώρας και τη μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα του χρέους. Οι τραπεζικοί κανονισμοί, όπως αυτοί της Τράπεζας Διεθνών Διακανονισμών, θα πρέπει στη συνέχεια να αναθεωρηθούν σύμφωνα με το βελτιωμένο σύστημα αξιολόγησης της πιστοληπτικής ικανότητας για να διευκολυνθεί ο μεγαλύτερος τραπεζικός δανεισμός προς τις αναπτυσσόμενες χώρες.
Για να βοηθήσουν να τερματιστούν οι ξαφνικές διακοπές χρηματοδότησης, η G20 και το ΔΝΤ θα πρέπει επίσης να χρησιμοποιήσουν την οικονομική δύναμη πυρός που διαθέτουν για να στηρίξουν μια δευτερογενή αγορά κρατικών ομολόγων για τις αναπτυσσόμενες χώρες. Η Fed, η ΕΚΤ και άλλες βασικές κεντρικές τράπεζες θα πρέπει να δημιουργήσουν γραμμές ανταλλαγής νομισμάτων με κεντρικές τράπεζες σε χώρες χαμηλού και χαμηλότερου μεσαίου εισοδήματος.
Η Παγκόσμια Τράπεζα και άλλα αναπτυξιακά χρηματοδοτικά ιδρύματα θα πρέπει επίσης να αυξήσουν σημαντικά τις επιχορηγήσεις και τα δάνεια με ευνοϊκούς όρους προς τις αναπτυσσόμενες χώρες, ιδιαίτερα τις φτωχότερες.
Τέλος, ο κ. Σακς υπογραμμίζει ότι αν οι πλούσιες χώρες σταματούσαν να προστατεύουν το ξέπλυμα χρήματος και τους φορολογικούς παραδείσους, οι αναπτυσσόμενες χώρες θα είχαν περισσότερα έσοδα για να χρηματοδοτήσουν επενδύσεις για βιώσιμη ανάπτυξη.
Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.