Σε προηγούμενη αρθρογραφία μας, μας απασχόλησε η έκταση του συγκεκριμένου φαινομένου, οι υποχρεώσεις του εργοδότη, ο νέος (διευρυμένος) ρόλος του Ιατρού Εργασίας καθώς και οι σχετικές (αναγκαίες πλέον) πολιτικές και συναφείς πρόνοιες του Κανονισμού Εργασίας. Το θέμα θα «κλείσει», στο παρόν άρθρο, με τα δικαιώματα των θιγόμενων προσώπων, τον διευρυμένο ρόλο του ΣΕΠΕ αλλά και κάποιες «παγίδες» του σχετικoύ νόμου.
Δικαιώματα και προστασία των θιγομένων
Τα θιγόμενα πρόσωπα (ακόμα και αν έχει λήξει η επίμαχη σχέση που τους συνέδεε με την επιχείρηση) δικαιούνται: (α) να ζητήσουν δικαστική προστασία αξιώνοντας την αποκατάσταση της θετικής και αποθετικής τους ζημίας αλλά και της ηθικής τους βλάβης, (β) να προσφύγουν στην Επιθεώρηση Εργασίας και στον Συνηγόρο του Πολίτη και, επιπρόσθετα, (γ) να υποβάλουν καταγγελία εντός της επιχείρησης.
Ο εργοδότης, στην περίπτωση αυτή, υποχρεούται να λάβει τα απαραίτητα μέτρα σε βάρος του καταγγελλόμενου. Eνδεικτικά: συστάσεις, ενδεχόμενες αλλαγές στη θέση, το ωράριο, τον τόπο ή τον τρόπο παροχής εργασίας του καταγγελλόμενου και, ως έσχατο μέσο, την καταγγελία της σύμβασής του.
Ο θιγόμενος, από την άλλη πλευρά, δικαιούται να αποχωρήσει από τον εργασιακό χώρο για εύλογο χρόνο (ύστερα όμως από έγγραφη ενημέρωση του εργοδότη), χωρίς να στερείται τον μισθό του. Ο εργοδότης, σε περίπτωση διαφωνίας του, δικαιούται να προσφύγει στην Επιθεώρηση Εργασίας.
Προκειμένου να παρασχεθεί η αναγκαία υποστήριξη στον θιγόμενο εργαζόμενο, προβλέπεται, με ρητή απαγόρευση, η λήψη οποιωνδήποτε αντιποίνων σε βάρος του. Απαγορεύεται, στο πλαίσιο αυτό, οποιαδήποτε δυσμενής μεταχείρισή του. Επίσης, η καταγγελία της σύμβασής του (ή εξαναγκασμός του σε παραίτηση).
Το βάρος απόδειξης και η αντιστροφή του
Το βάρος απόδειξης βαρύνει, κατά το νόμο, τον καταγγελλόμενο (με εξαίρεση την ποινική δίκη).
Τι σημαίνει αυτό; Ότι ο καταγγελλόμενος είναι αυτός που βαρύνεται με την υποχρέωση να αποδείξει ότι το περιστατικό/γεγονός, που του αποδίδεται, δεν έλαβε χώρα. Όπερ άτοπο και, εκ των πραγμάτων, αδύνατο. Η (νομικής φύσεως) επιχειρηματολογία που υιοθέτησαν οι συντάκτες της διάταξης στερείται ερεισμάτων.
Η αντιστροφή του βάρους απόδειξης σε θέματα βίας και παρενόχλησης μας έχει απασχολήσει, εκτενώς, σε προηγούμενη αρθρογραφία μας. Κλείνοντας το συγκεκριμένο άρθρο καταλήγαμε:
«Με όλο τον απαιτούμενο (απεριόριστο και απολύτως αναγκαίο) σεβασμό στα θύματα περιστατικών βίας ή παρενόχλησης, είναι εξαιρετικά επικίνδυνη η αντιστροφή του βάρους απόδειξης, που εισάγεται με το, προς ψήφιση, σχέδιο νόμου. Για όσο χρόνο η συγκεκριμένη διάταξη παραμείνει, είναι δεδομένο ότι αυτή που θα κινδυνεύσει περισσότερο είναι η αλήθεια: Ο κάθε δυσαρεστημένος εργαζόμενος (ή πρώην εργαζόμενος) «αδαπάνως» θα είναι δυνατό να επικαλεστεί περιστατικό βίας ή παρενόχλησης για την ενίσχυση της επιχειρηματολογίας του. Στη περίπτωση αυτή, ο καταγγελλόμενος (:συνάδελφος, προϊστάμενος, υφιστάμενος ή εργοδότης του) θα καλείται για το αδύνατο: την ανυπαρξία δηλ. του καταγγελλόμενου γεγονότος να αποδείξει.
Όπερ άτοπο. Και, αυτονοήτως, άδικο.
Ενδεχόμενη, πάντως, εμμονή στη συγκεκριμένη ρύθμιση (υπό το βάρος πολιτικών επιλογών ή, ενδεχόμενης, κοινωνικής πίεσης) είναι δεδομένο πως κάποιους θα κάνει, ξεχωριστά, χαρούμενους:
Εμάς τους δικηγόρους!
Ας επιλέξουμε-»
Ο ρόλος του ΣΕΠΕ
Στο ΣΕΠΕ συστήνεται Αυτοτελές Τμήμα για την παρακολούθηση της βίας και παρενόχλησης στην εργασία. Αντικείμενό του είναι η επίλυση των συναφών εργατικών διαφορών, ο έλεγχος της τήρησης των σχετικών με το θέμα υποχρεώσεων των επιχειρήσεων. Επίσης, η παροχή συμβουλών σε επιχειρήσεις και εργαζόμενους καθώς και η τήρηση Μητρώου Εργοδοτών στους οποίους επιβλήθηκαν σχετικές κυρώσεις.
Σε περίπτωση καταγγελίας ενώπιον του ΣΕΠΕ, η εξέταση της σχετικής υπόθεσης διενεργείται κατά προτεραιότητα. Η σχετική διαδικασία οφείλει όχι μόνο να ολοκληρωθεί εντός διμήνου αλλά και να διασφαλίζει την ιδιωτικότητα των εμπλεκομένων προσώπων και τα προσωπικά τους δεδομένα.
Σε περίπτωση επιβεβαίωσης περιστατικών που υπάγονται στις προβλέψεις του νόμου επιβάλλονται, με το πέρας της σχετικής διαδικασίας, διοικητικές κυρώσεις.
Ειδικά: τα προσωρινά μέτρα που λαμβάνονται από το ΣΕΠΕ
Δεδομένης της ιδιαιτερότητας (αλλά και της φύσης των σχετικών με το θέμα διαφορών), αναγκαία παρουσιάζεται η δυνατότητα λήψης προσωρινών μέτρων από το ΣΕΠΕ, προκειμένου να υπάρξει άμεση, κατά το δυνατόν, διαχείριση μιας κατάστασης-επείγουσας κατά κανόνα.
Στην περίπτωση λοιπόν που πιθανολογείται κίνδυνος (για τη ζωή, την υγεία ή την ασφάλεια εργαζομένου) καλείται «αμελητί» ο καταγγελλόμενος για παροχή εξηγήσεων. Το ΣΕΠΕ διατηρεί τη δυνατότητα να διατάξει, κατά περίπτωση: (α) την απομάκρυνση του καταγγέλλοντος από τον χώρο εργασίας με καταβολή του συνόλου των αποδοχών του, (β) την αλλαγή βαρδιών του προσωπικού, (γ) τη μετακίνηση του καταγγελλόμενου, (δ) την απασχόληση του καταγγελλόμενου με εξ αποστάσεως εργασία.
Η βία και παρενόχληση στο πλαίσιο της σχέσης εργασίας (ή με αφορμή αυτή) αποτελεί, δυστυχώς, ένα φαινόμενο εντυπωσιακό κατ’ έκταση -όπως πρόσφατη έρευνα έχει καταδείξει.
Αποτελεί, πράγματι, ζητούμενο η διασφάλιση αισθήματος ασφάλειας στον χώρο εργασίας για το σύνολο των εργαζομένων -ιδίως των εξ αυτών γυναικών, που περισσότερο αποδεικνύεται ότι πλήττονται.
Οι σχετικές πρόνοιες του πρόσφατου εργασιακού νόμου είναι απολύτως επαρκείς και ικανές για τη διαχείριση του συγκεκριμένου, σοβαρότατου, προβλήματος.
Ελλοχεύει, βέβαια, ο κίνδυνος να χρησιμοποιηθεί ο νόμος ως μέσο πίεσης για την επίτευξη αθέμιτου οφέλους. Τέτοια φαινόμενα έχουν αρχίσει ήδη, δυστυχώς, να παρουσιάζονται. Ευελπιστούμε, εντούτοις, για την αξιοποίησή του προς όφελος των πληττομένων και αδυνάτων.
Αποκλειστικά.
* Ο Σταύρος Κουμεντάκης είναι Managing Partner Koumentakis and Associates Law Firm
Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.