Στις 27 Ιανουαρίου 2005, στο πρώην ναζιστικό στρατόπεδο εξόντωσης Άουσβιτς-Μπιρκενάου, ανάμεσα στους θαλάμους αερίων και στους κοινούς τάφους εξήντα χρόνων, δίπλα στους επιζήσαντες στέκονταν οι εκπρόσωποι μιας ειρηνικής, δημοκρατικής, ενωμένης, ευημερούσας, αλλά και αβέβαιης Ευρώπης.
Βλέποντάς τους, δε, είχα την πεποίθηση ότι όλοι αυτοί οι εκπρόσωποι της Ευρώπης θα εύχονταν η ήπειρός μας να είχε κληρονομήσει μόνον την ελληνική προσωκρατική σκέψη, το ρωμαϊκό δίκαιο, την εβραϊκή και χριστιανική παράδοση, την Αναγέννηση, τη Μεταρρύθμιση, τον Διαφωτισμό, τον ορθολογισμό, την επιστημονική πρόοδο, τη Βιομηχανική Επανάσταση και τις δημοκρατικές και κοινωνικές κατακτήσεις.
Δυστυχώς, όμως, η ευρωπαϊκή ιστορία δεν μας άφησε μόνον τις παραπάνω αξίες. Μας κληροδότησε επίσης την Ιερά Εξέταση, τους θρησκευτικούς πολέμους, το δουλεμπόριο των μαύρων, τις αποικιοκρατικές κατακτήσεις και υπερβάσεις, τον αντισημητισμό, την εκμετάλλευση του ανθρώπου από τον άνθρωπο, τους δύο Παγκόσμιους Πολέμους, τον ναζισμό και το Ολοκαύτωμα, τον σταλινισμό και τα γκουλάγκ -με συνέπεια, να αναρωτιόμαστε για το ποιοι είμαστε πραγματικά.
«Αυτό το μείγμα αιώνων πολιτισμού και βαρβαρότητας, οι πρόοδοι και οι οπισθοδρομήσεις και, ταυτοχρόνως, η σταδιακή ωρίμανση η οποία μας ενστάλαξε το πνεύμα της ανεκτικότητας, την επιθυμία για ειρήνη, τη δημοκρατική ζωή και την κοινωνική πρόοδο μάς προβληματίζουν. Διότι, η ήπειρός μας, αφού έζησε στιγμές δόξας και τραγωδίας τον 20ό αιώνα, αναρωτιέται για το ποια θέλει να είναι η ταυτότητά της στον 21ο αιώνα», γράφει ο Γάλλος πρώην πρωθυπουργός Λιονέλ Ζοσπέν στο βιβλίο του Ο Κόσμος Όπως Τον Βλέπω (εκδ. Λιβάνη). Και σίγουρα, ο έμπειρος πολιτικός δεν έχει καθόλου άδικο.
Η Ευρώπη, στην διάρκεια του 20ού αιώνα, χρειάστηκε πενήντα μόνο χρόνια για να αυτοκαταστραφεί. Ούτε η ανάδυση ανταγωνιστικών δυνάμεων όπως οι ΗΠΑ και η Ιαπωνία, ούτε τα πρώτα απελευθερωτικά κινήματα στις αποικίες της, δεν θα είχαν καταστρέψει την Ευρώπη, αν είχε διατηρήσει την αυτοκυριαρχία της.
Θα μπορούσε να είχε παραχωρήσει οικονομικά πεδία στους νέους ανταγωνιστές της και να είχε συναινέσει ώστε στις υπερπόντιες κτήσεις της, να συντελεστούν οι αναγκαίες εξελίξεις υπό την αιγίδα των ελίτ που ασπάζονταν τις αξίες της. Θα μπορούσε να είχε πραγματοποιήσει συντεταγμένη υποχώρηση, χωρίς να θέσει σε κίνδυνο την ισορροπία της. Με τον τρόπο αυτόν, θα είχε προσαρμόσει την ισχύ της στις νέες πραγματικότητες.
Ωστόσο, η Ευρώπη -που θεωρούσε ότι έπρεπε να διαδραματίσει εκπολιτιστικό ρόλο- διολίσθησε στη βαρβαρότητα μέσα σε μερικές δεκαετίες. Ασφαλώς, η ιστορία της ήταν πάντα ταραγμένη και οι μέθοδοι τις οποίες χρησιμοποιούσε για να διασφαλίσει τις κατακτήσεις της ή για να ασκεί την επιρροή της στο εξωτερικό υπήρξαν συχνά βίαιες. Όμως, έδειχνε ότι διέθετε τα μέσα για να έρθει σε ρήξη με το παρελθόν της.
Οι δημοκρατικές κατακτήσεις, οι κοινωνικές μεταρρυθμίσεις, η υλική πρόοδος, τα πρώτα βήματα ενός σοσιαλδημοκρατικού ρεύματος που νοιαζόταν για την ελευθερία, οι πολυάριθμες ανταλλαγές ανάμεσα στους πολιτισμούς των διαφόρων χωρών είχαν οδηγήσει στη σκέψη ότι η κληρονομιά του Διαφωτισμού παρέμενε ζωντανή. Η ελπίδα αυτή διαψεύσθηκε.
Η αναζωπύρωση ανταγωνισμών στην ευρωπαϊκή ήπειρο, που είχαν γεννηθεί στην περίοδο της αποικιοκρατίας, η εμφάνιση στο προσκήνιο φιλόδοξων κρατών τα οποία είχαν προσφάτως αποκτήσει την εθνική τους ενότητα (όπως η Γερμανία και η Ιταλία), η έξαψη των επαναστατικών παθών λόγω της άρνησης δεσποτικών καθεστώτων να προβούν σε οποιαδήποτε μεταρρύθμιση (όπως στη Ρωσία των τσάρων), οδήγησαν σε πολέμους γιγαντιαίας κλίμακας. Η Ευρώπη έστρεψε την ισχύ της εναντίον του εαυτού της και σχεδόν αυτοκαταστράφηκε, ωθώντας στα έσχατα τα κακά τα οποία σωρεύονταν και από τα οποία όλοι πίστευαν ότι έπρεπε να απαλλαγεί.
Τα πατριωτικά αισθήματα διαστρεβλώθηκαν σε εθνικιστικά, οι επιθυμίες για ισχύ και κυριαρχία -που για μια περίοδο είχαν στραφεί προς την αποικιοποίηση- βρέθηκαν πάλι αντιμέτωπες στην Ευρώπη, η επιστημονική πρόοδος ανέτρεψε άρδην την πολεμική τεχνολογία και πολλαπλασίασε την καταστροφική της δύναμη. Ο Α' Παγκόσμιος Πόλεμος υπήρξε μία μαζική σφαγή, για την οποία ευθύνονται οι πολιτικές και πνευματικές ελίτ της εποχής, καθώς τον παρουσίαζαν στην κοινή γνώμη κάθε χώρας ως μία πατριωτική εποποιΐα, με συνέπεια να καταπνιγεί το αίσθημα της συλλογικής φρίκης που θα μπορούσε, ίσως, να συντομεύσει τη διάρκεια της σύρραξης. Από τον πόλεμο αυτόν, η Ευρώπη βγήκε αιμορραγώντας, ερειπωμένη, έχοντας χάσει την ισορροπία της, απογοητευμένη.
Μέσα σε μία εικοσαετία μόλις, η Ευρώπη, ανίκανη να ανακτήσει την αυτοκυριαρχία της και να τιθασεύσει τους δαίμονές της, αγκιστρωμένη σε άδικες συνθήκες, δηλητηριασμένη από το ρεβανσιστικό πνεύμα των ηττημένων και την τύφλωση των νικητών, συγκλονίστηκε εκ νέου από επαναστατικά κινήματα και αφανίστηκε από τον εθνικοσοσιαλισμό. Ο επεκτατισμός της Γερμανίας, της Ιταλίας και, εκτός Ευρώπης, της Ιαπωνίας, προκάλεσε τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, στον οποίον εμφανίστηκαν νέες μορφές βαρβαρότητας.
Ανάμεσα στους δύο παγκόσμιους πολέμους μεσολάβησε η παγκόσμια οικονομική κρίση της δεκαετίας του 1930, η οποία είχε καταστροφικές επιπτώσεις για την Ευρώπη. Εξασθενημένη δημογραφικά, χρεωμένη μαζικά, υποσκελισμένη στις διεθνείς αγορές, παραμορφωμένη από τις καταστροφές, χάνοντας σταδιακά τις αποικιακές κτήσεις της, η Ευρώπη υποχώρησε ακόμα περισσότερο σε σχέση με τις ΗΠΑ. Κυρίως, δε, βυθίστηκε σε βαθιά ηθική κρίση. Η ανικανότητά της να αποφύγει έναν δεύτερο πόλεμο, η αποκάλυψη του ανομολόγητου «μυστικού» της εξόντωσης των Ευρωπαίων Εβραίων, η συνειδητοποίηση ότι η μεγαλύτερη βαρβαρότητα γεννήθηκε στην καρδιά του πολιτισμού της, κλόνισαν τις βεβαιότητές της και προκάλεσαν μία πραγματική κρίση αυτοπεποίθησης. Σπαραγμένη ήδη από την Ιστορία, η Ευρώπη σπαράχτηκε και από τις γεωπολιτικές εξελίξεις, οι οποίες τη διαίρεσαν σε Ανατολική και Δυτική.
Ταυτοχρόνως, οι ιστορικές αυτές τραγωδίες -οι οποίες, σήμερα, μας φαίνονται τόσο μακρινές αλλά και τόσο κοντινές- άλλαξαν βαθιά τον τρόπο σκέψης των Ευρωπαίων. Η επιθυμία τους για ισχύ μειώθηκε, ο εθνικισμός και το πολεμοχαρές πνεύμα δυσφημίστηκαν. Η αλαζονική, σίγουρη για τον εαυτό της, επεκτατική και θριαμβεύουσα Ευρώπη παραχώρησε τη θέση της σε μια άλλη Ευρώπη, η οποία αναζητά τον εαυτό της όχι τόσο μέσω της ισχύος όσο μέσω της σύνεσης. Έτσι, συνολικά καταρρακωμένη, η μεταπολεμική Ευρώπη ήταν ουσιαστικά δύναμη δεύτερης κατηγορίας, με μεγάλες στρατιωτικές και οικονομικές εξαρτήσεις.
Όμως, αυτή η Ευρώπη είχε αποκτήσει τη θέληση να ζήσει ειρηνικά και να αξιοποιήσει τα τεράστια κοιτάσματα γνώσεων και ευφυΐας τα οποία διέθετε. Ακόμα περισσότερο, η Δυτική Ευρώπη διατηρούσε το ουσιαστικότερο αγαθό: την ελευθερία. Οι ΗΠΑ, που την προστάτευαν και επένδυαν στο έδαφός της, δεν ήσαν δεσποτική δύναμη -σε αντίθεση με τη Σοβιετική Ένωση, στην άλλη πλευρά του σιδηρού παραπετάσματος. Τα ευρωπαϊκά έθνη διατήρησαν -ή, όπως στην περίπτωση της Δυτικής Γερμανίας, απέκτησαν ξανά- την εθνική τους κυριαρχία και παρέμειναν ελεύθερα στις επιλογές τους. Τα διδάγματα από την καταστροφή της Ευρώπης αξιοποιήθηκαν.
Για να εξορκίσει τους δαίμονες που την αφάνισαν, αλλά και για να ελέγξει την υπερβολικά μεγάλη δύναμη του άνθρακα και του χάλυβα, η Ευρώπη δημιούργησε το 1951, με την παρότρυνση του Ζαν Μονέ, την Ευρωπαϊκή Κοινότητα Άνθρακα και Χάλυβα. Ο πρωταρχικός στόχος αυτής της οικονομικής κοινοπραξίας ήταν η διατήρηση της ανακτηθείσας ειρήνης, η οποία αποτελεί προαπαιτούμενο για τη συμφιλίωση των λαών. Η Βρετανία αποφάσισε συνετά να μη συμμετάσχει, όμως η Γαλλία, μαζί με τρεις χώρες οι οποίες υπήρξαν θύματα των δύο παγκοσμίων πολέμων -Ολλανδία, Βέλγιο, Λουξεμβούργο- προσέγγισαν τη Γερμανία και την Ιταλία για να ανεγείρουν το κοινό οικοδόμημα.
Από πού έπρεπε να αρχίσουν; Μία από τις προτάσεις ήταν ο τομέας της άμυνας, όμως σχετιζόταν με το ζήτημα της εθνικής κυριαρχίας και, καθώς ο Ψυχρός Πόλεμος είχε ήδη αρχίσει, τα πολιτικά πάθη, ιδίως στη Γαλλία, είχαν ως αποτέλεσμα να απορριφθεί το 1954 το σχέδιο για μία Αμυντική Ευρωπαϊκή Κοινότητα. Κανείς δεν πρότεινε τους τομείς του πολιτισμού και της παιδείας, οι οποίοι σχετίζονται με τα βαθύτερα γνωρίσματα και τις ιδιαιτερότητες κάθε λαού. Όσο για τη διπλωματία και την πολιτική, θα συνεπάγονταν την επίδειξη ενός άκρατου βολονταρισμού, δεδομένης της πολύ μεγάλης επιρροής των ΗΠΑ σε μερικές χώρες. Γι' αυτούς τους λόγους, λοιπόν, επελέγη ο τομέας του εμπορίου και της οικονομίας.
Με τη Συνθήκη της Ρώμης (1957) -την οποία επικύρωσε ο ντε Γκολ, που ανήλθε το επόμενο έτος στην εξουσία στη Γαλλία-, οι έξι ιδρυτικές χώρες δημιούργησαν μία Κοινή Αγορά, η οποία υλοποιήθηκε σε διαδοχικά στάδια. Ενάντια στον μαλθουσιανικό προστατευτισμό που γεννά συρράξεις, συγκροτήθηκε σταδιακά ένας ενιαίος οικονομικός χώρος, ο οποίος γονιμοποιούσε τις συναλλαγές και έδινε δυναμισμό στην οικονομία.
Η διαδικασία αυτή στέφθηκε με επιτυχία, καθώς οδήγησε στην ανάπτυξη και στην ευημερία για μία εικοσαετία. Το σχέδιο άσκησε τόσο μεγάλη έλξη, ώστε η Βρετανία, η Ιρλανδία και η Δανία (1973), η Ελλάδα, η Ισπανία και η Πορτογαλία (1981 και 1986), η Σουηδία, η Φινλανδία και η Αυστρία (1995) έγιναν μέλη της Ευρωπαϊκής Κοινότητας -που, αναμφίβολα, είναι ο καλύτερος όρος-, η οποία μετεξελίχθηκε σε Ευρωπαϊκή Ένωση. Μετά την ολοκλήρωση της ανοικοδόμησής της με την αμερικανική βοήθεια του Σχεδίου Μάρσαλ και μετά την απογύμνωσή της από τις αποικιοκρατικές της αυτοκρατορίες, άλλοτε με ειρηνικό και άλλοτε με βίαιο τρόπο, η Δυτική Ευρώπη απέκτησε πάλι μία πελώρια οικονομική δυναμική και ακτινοβολία στη διεθνή ζωή, χάρη στις ικανότητες των εθνών της και βασιζόμενη σε κοινές πολιτικές.
Ακολούθησε στη συνέχεια, η ολοκλήρωση της Ευρώπης των 15, η οποία πραγματοποιήθηκε σε δύο πεδία: αφενός, στο νομισματικό, με την κατάργηση των ιστορικών εθνικών νομισμάτων και την υιοθέτηση κοινού νομίσματος, του ευρώ, το 2002, από έντεκα χώρες και, αφετέρου, στο διπλωματικό, με τα πρώτα βήματα για την εφαρμογή μιας Κοινής Εξωτερικής Πολιτικής και Πολιτικής Ασφάλειας (ΚΕΠΠΑ). Παράλληλα, με την κατάρρευση του κομμουνισμού, η Ευρώπη των 15 δέχθηκε στους κόλπους της άλλα 13 νέα μέλη, μεταξύ των οποίων Ρουμανία, Βουλγαρία και Κροατία.
Όμως, αυτή η διευρυμένη Ευρώπη αντιμετώπιζε πολλά και σοβαρά προβλήματα. Θεσμικά, οικονομικά, κοινωνικά, δημογραφικά, τεχνολογικά. Ωστόσο, η μεγάλη πρόκληση γι’ αυτήν ήταν και είναι η πολιτική της παρουσία στο παγκόσμιο γίγνεσθαι και η οικονομική της ανάπτυξη. Μία ανάπτυξη που από την αρχή του 21ου αιώνα δεχόταν ισχυρές ανταγωνιστικές πιέσεις από χώρες όπως η Κίνα, η Ινδία και η Βραζιλία. Τελικά δε, με αφετηρία τη χρηματοπιστωτική κρίση του 2008, το αβέβαιο ευρωπαϊκό οικοδόμημα έπεσε στη μέγγενη του λαϊκισμού/εθνικισμού, με τελική κατάληξη το Brexit.
Η εξέλιξη αυτή, από τη μια πλευρά, τροφοδότησε το εθνικιστικό στρατόπεδο, από την άλλη, όμως, αφύπνισε και κάποιους Ευρωπαίους, που καταλαβαίνουν τις σημερινές πραγματικότητες. Και αυτές οι τελευταίες ήλθαν ανάγλυφες στο προσκήνιο, με αφορμή την πανδημία. Γίνεται έτσι αντιληπτό όλο και περισσότερο ότι μόνο μια περισσότερο ενιαία Ενωση μπορεί να επιβιώσει με αξιώσεις στο νέο παγκόσμιο περιβάλλον. Και από την άποψη αυτή πρέπει να δοθεί έμφαση σε νέα συγκριτικά πλεονεκτήματα.
Οι αναπτυξιακοί συντελεστές στην Ευρώπη, λαμβάνοντας υπόψη τόσο το στάδιο ανάπτυξής της όσο και τη χαμηλή δημογραφική της πορεία, είναι μάλλον ποιοτικοί παρά ποσοτικοί. Η ισχύς της ηπείρου μας είναι το μορφωτικό, επιστημονικό και τεχνολογικό δυναμικό της. Πρέπει να το ενισχύσουμε, προωθώντας σε όλες της χώρες της ΕΕ τους τομείς της έρευνας και ανάπτυξης, δίνοντας προτεραιότητα στην ανώτατη παιδεία, ιδίως στις θετικές επιστήμες, και υιοθετώντας ευνοϊκές βιομηχανικές πολιτικές σε πανευρωπαϊκή κλίμακα.
Η ανάπτυξή μας δεν θα αποκτήσει πάλι υψηλούς ρυθμούς, αν προσπαθήσουμε να ανταγωνιστούμε τις αναδυόμενες οικονομίες, μειώνοντας τους πραγματικούς μισθούς ή περιορίζοντας τα κοινωνικά δικαιώματα -κάτι που έρχεται σε αντίθεση με την ιστορική μας εξέλιξη.
Η ΕΕ είναι ζωτική ανάγκη να ανοίξει πρώτη τις πόρτες του μετακαπιταλισμού, όπου η ενέργεια ως παραγωγικός πόρος δίνει τη θέση της στο μυαλό.
Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.